Η καταγγελία σύμβασης εργασίας για οικονομοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους προς απόλυση μισθωτούς, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής ως και οικογενειακής κατάστασης του καθενός
Α.Π. 63/2007 (Τμ. Β1 Πολ.)
Προεδρεύων : ΣΤ. ΓΑΒΡΑΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής : ΑΛΕΞ. ΝΙΚΑΚΗΣ, Αρεοπαγίτης
Στην παρ.1 του άρθρου 1, ν.1387/1983 «Έλεγχος Ομαδικών Απολύσεων και άλλες διατάξεις» ορίζεται, ότι «Ομαδικές απολύ σεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζομένους, για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπέρβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επομένης παραγράφου».
Κατά την επομένη παράγραφο «τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής α) πέντε εργαζόμενοι για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν 20-50 άτομα β) ποσοστό 2-3% του προσωπικού και μέχρι 30 άτομα για επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις που απασχο λούν πάνω από 50 εργαζομένους. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και ανάλογα με τις συνθήκες ερ γασίας με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Ακολούθως στα άρθρα 3 - 5 του νόμου, ορίζεται η διαδικασία, που πρέπει να ακολουθήσει ο εργοδότης για να επιτύχει την έγκριση των σχεδιαζόμενων απολύσεων και, τέλος με το άρθρο 6, παρ. 1, ορίζεται, ότι οι ομαδικές απολύσεις που γίνονταν κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι άκυρες.
Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας ένεκα παράβασης του νόμου περί ομαδικών απολύσεων, είναι ανάγκη, προκειμένου περί επιχειρήσεως που απασχολεί περισσό τερους από 50 εργαζομένους να μνημονεύεται σ' αυτήν ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνταν στην αρχή κάθε μηνός, εντός του οποίου έγινε η προσβαλλόμενη ως άκυρη απόλυση, ώστε με βάση τον αριθμό αυτόν, πολλαπλασιαζόμενο με το ποσο στό που ορίζει κάθε φορά η οικεία υπουργική απόφαση, να προκύ πτει ο αριθμός των δυναμένων να απολυθούν κάθε μήνα νομίμως, εκ της συγκρίσεως του οποίου προς τον αριθμό των απολυθέντων να προκύπτει η τυχόν γενομένη υπέρβαση (Α.Π. 175/2000).
Περαιτέρω η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για οι κονομικοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική, όταν ο εργο δότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απο λυθούν, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός, όπως επιβάλλεται από το καθήκον προνοίας που τον βαρύνει κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660, σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 281 και 288 του Α. Κ και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές.
Επομένως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 216, παρ.1α, του Κ. Πολ. Δ, ο μισθωτός, ο οποίος προβάλλει αξιώσεις από άκυρη για το λόγο αυτό καταγγελία, οφείλει με ποινή απαραδέκτου, λόγω αοριστίας της αγωγής του, να εκθέσει σαφώς, είτε καθ' υποφοράν στην αγωγή του, είτε αντενιστάμενος με τις προτάσεις του, εκτός από τις δικές του ανάγκες, την αρχαιότητα, την ηλικία και την οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση, και εκείνες συγκεκριμένων συναδέλφων του, που έπρεπε ν' απολυθούν αντ' αυτού.
Με τα δεδομένα αυτά το Εφετείο, που απέρριψε ως αόριστη την αγωγή, ως προς τον πρώτο λόγο ακυρότητας της καταγγελίας δεν κήρυξε απαράδεκτο παρά το νόμο και ο αντίθετος από το άρ θρο 559, αριθμ. 14, Κ.Πολ.Δ. πρώτος λόγος της αναιρέσεως ως προς το πρώτο σκέλος του είναι αβάσιμος.
Αντίθετα, απορρίπτοντας ως αόριστη την αγωγή ως προς το δεύτερο λόγο ακυρότητας της καταγγελίας, αξιώνοντας για την πληρότητα του δικογράφου της και το στοιχείο, ότι ο αναιρεσείων διέθετε τα προσόντα για την εκτέλεση της εργασίας των μη απολυθέντων συναδέλφων του υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559, αριθμ. 14, κατά το βάσιμο πρώτο λόγο της αναιρέσεως ως προς το δεύτερο σκέλος του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559, αριθμ. 8, του Κ. Πολ. Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Πράγματα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί οι οποίοι θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν το δικαίωμα που αξιώνεται με την αγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση. Επομένως πράγματα, κατά την έννοια αυτήν αποτελούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, ο αναιρεσείων ζήτησε την ακύρωση της καταγγελίας και για το λόγο ότι δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη χωρίς να εξετάσει το λόγο αυτό ακυρότητας της καταγγελίας. Έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559, αριθμ. 8, Κ. Πολ. Δ. κατά το βάσιμο δεύτερο λόγο της αναιρέσεως.
Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο εφετείο με άλλη σύνθεση (άρθρο 580, παρ. 3, Κ.Πολ.Δ.).