ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Ν.Π.Δ.Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
1/459/27.12.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου
ΘΕΜΑ:
Πλαίσιο υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Λαμβάνοντας υπόψη:
α) τις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 72, την παράγραφο 3 του άρθρου 74 και το άρθρο 81 του N. 3601/1.8.2007 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α/178/1.8.2007),
β) την Οδηγία 2006/48/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων,
γ) την Οδηγία 2006/49/ΕΚ σχετικά με την επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των Επιχειρήσεων Επενδύσεων και των Πιστωτικών Ιδρυμάτων,
δ) το άρθρο 90 του ΠΔ 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ Α/98/2005),
ε) την ανάγκη ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2006/49/ΕΚ και της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ στο Ελληνικό δίκαιο.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΟΜΟΦΩΝΑ
Aρθρο 1
Oρισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης αλλά και των λοιπών Αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 3601/2007 και συγκεκριμένα τις 2/459/27.12.2007, 3/459/27.12.2007, 4/459/27.12.2007, 5/459/27.12.2007, 6/459/27.12.2007, 7/459/27.12.2007, 8/459/27.12.2007 και 9/459/27.12.2007, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. «Αναγνωρισμένα χρηματιστήρια»: χρηματιστήρια τα οποία αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές και τα οποία ανταποκρίνονται στα κάτωθι κριτήρια:
α. λειτουργούν κανονικά,
β. διέπονται από κανόνες που θεσπίζονται ή εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας του χρηματιστηρίου, οι οποίοι ορίζουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας του χρηματιστηρίου, τις προϋποθέσεις πρόσβασης σε αυτό, καθώς και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια σύμβαση προτού γίνει αντικείμενο ουσιαστικής διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο και
γ. έχουν συμψηφιστικό μηχανισμό, βάσει του οποίου οι συμβάσεις που απαριθμούνται στο Παράρτημα II της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Aπαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση» υπόκεινται σε υποχρεωτικά καθημερινά όρια κάλυψης που, κατά τη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, παρέχουν επαρκή εξασφάλιση.
2. «Αναγνωρισμένες Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών Τρίτων Χωρών»: οι επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 70 του Ν. 3601/2007.
3. «Αναμενόμενο άνοιγμα» (expected exposure ή ΕΕ): ο μέσος όρος της κατανομής των ανοιγμάτων, σε κάθε δεδομένη μελλοντική ημερομηνία, πριν την ημερομηνία λήξης της συναλλαγής, η οποία έχει τη μεγαλύτερη προθεσμία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο.
4. «Αναμενόμενο θετικό άνοιγμα» (expected positive exposure ή EPE):
ο διαχρονικά σταθμισμένος μέσος όρος των αναμενόμενων ανοιγμάτων. Η στάθμιση κάθε ανοίγματος είναι η αναλογία που αντιπροσωπεύει κάθε μεμονωμένο αναμενόμενο άνοιγμα ως προς το συνολικό αναμενόμενο άνοιγμα κατά το σχετικό χρονικό διάστημα.
5. «`Ανοιγμα»: στοιχείο εντός ή εκτός ισολογισμού που δημιουργεί ή ενδέχεται να δημιουργήσει απαίτηση της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.
6. «Αντισταθμιστικό σύνολο» (hedging set): το υποσύνολο θέσεων, από το σύνολο των θέσεων ενός συμψηφιστικού συνόλου, των οποίων μόνον το υπόλοιπο λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της συνολικής αξίας του ανοίγματος, με βάση την τυποποιημένη μέθοδο που περιγράφεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου».
7. «Βασικός συμμετέχων στην αγορά»: μία από τις ακόλουθες οντότητες:
α. Κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες ή περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές, δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί, που σταθμίζονται με το συντελεστή της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας στην οποία βρίσκονται ή πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή διεθνείς οργανισμοί, τα ανοίγματα έναντι των οποίων σταθμίζονται με συντελεστή 0%, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 3, 6 και 7 του άρθρου 5 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση».
β. Ιδρύματα κατά την έννοια του στοιχείου (β) παράγραφος 1 του άρθρου 70, του Ν. 3601/2007.
γ. Επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα (περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων), στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20%, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 8 του άρθρου 5 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση».
δ. Εποπτευόμενοι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις ή απαιτήσεις μόχλευσης.
ε. Εποπτευόμενα συνταξιοδοτικά ταμεία.
στ. Αναγνωρισμένοι οργανισμοί εκκαθάρισης.
8. «Γενικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης» (general wrong-way risk): ο κίνδυνος που δημιουργείται όταν η πιθανότητα αθέτησης των αντισυμβαλλόμενων συσχετίζεται θετικά με γενικούς παράγοντες κινδύνου αγοράς.
9. «Δανειοδοσία Τίτλων ή Βασικών Εμπορευμάτων και Δανειοληψία Τίτλων ή Βασικών Εμπορευμάτων»: η συναλλαγή στην οποία ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα έναντι κατάλληλης ασφάλειας, υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει αντίστοιχης αξίας τίτλους ή βασικά εμπορεύματα σε κάποια μελλοντική ημερομηνία ή όταν του το ζητήσει ο μεταβιβάζων. Η συναλλαγή αυτή είναι δανειοδοσία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το ίδρυμα που μεταβιβάζει τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα και δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το ίδρυμα προς το οποίο μεταβιβάζονται οι εν λόγω τίτλοι ή βασικά εμπορεύματα.
10. «Δομημένα προϊόντα»: τα προϊόντα τα οποία έχουν σύνθετες χρηματορροές, οι οποίες βασίζονται σε έναν ή περισσότερους δείκτες ή έχουν ενσωματωμένες προθεσμιακές συμφωνίες, δικαιώματα προαίρεσης ή χρεόγραφα, όπου η απόδοση για τον επενδυτή και οι υποχρεώσεις του εκδότη εξαρτώνται ή είναι ευαίσθητες σε μεταβολές της αξίας των υποκειμένων μέσων. Στον ορισμό αυτό περιλαμβάνονται όλοι οι τίτλοι οι οποίοι συνδέονται με επιτόκια (Interest Rate Related Notes, Bond Linked Notes), μετοχές ή δείκτες επί μετοχών (Equity Related Notes), συνάλλαγμα (Currency Related Notes), εμπορεύματα (Commodity Related Notes) και πιστωτικά μέσα (Credit Related Notes). Στον ορισμό αυτό δεν περιλαμβάνονται τα κλασσικά χρηματοοικονομικά παράγωγα (Futures, Options, Swaps) και τα κλασσικά πιστωτικά παράγωγα (Credit Linked Notes, Credit Default Swaps, Total Return Swaps).
11. «Εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα (Over The Counter)»: τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος II της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση» με εξαίρεση τα στοιχεία εκείνα στα οποία αντιστοιχεί μηδενική τιμή ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1(γ) της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου»
12. «Ειδικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης» (specific wrong-way risk): κίνδυνος που δημιουργείται όταν το άνοιγμα έναντι δεδομένου αντισυμβαλλομένου συσχετίζεται θετικά, με την πιθανότητα να αθετήσει αυτός ο αντισυμβαλλόμενος λόγω της φύσης των συναλλαγών που έχουν συναφθεί με αυτόν. Μία Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών θεωρείται ότι έχει εκτεθεί σε ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης, εάν το μελλοντικό άνοιγμα σε ειδικό αντισυμβαλλόμενο αναμένεται να είναι υψηλό όταν η πιθανότητα να αθετήσει ο αντισυμβαλλόμενος είναι επίσης υψηλή.
13. «Θέση κινδύνου» : αριθμητικά προσδιορισμένος κίνδυνος που αποδίδεται βάσει προκαθορισμένου αλγόριθμου σε μια συναλλαγή με την τυποποιημένη μέθοδο που περιγράφεται στο Παράρτημα III της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου».
14. «Κατανομή αγοραίων αξιών» (distribution of market values): η πρόβλεψη της κατανομής πιθανοτήτων των καθαρών αγοραίων αξιών των συναλλαγών ενός συμψηφιστικού συνόλου σε μελλοντική ημερομηνία (ορίζοντας πρόβλεψης), με βάση ιστορικές τιμές της αγοραίας αξίας των συναλλαγών αυτών.
15. «Κατανομή ανοιγμάτων» (distribution of exposures): η πρόβλεψη της κατανομής πιθανοτήτων των αγοραίων αξιών όταν οι προβλέψεις αρνητικής αγοραίας αξίας τίθενται ίσες με το μηδέν.
16. «Κατώφλι περιθωρίου» (margin threshold): το μέγιστο ποσό τρέχοντος ανοίγματος, πέραν του οποίου ένας αντισυμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων.
17. «Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: οντότητα ευρισκόμενη νομικά μεταξύ αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, σε μία ή περισσότερες χρηματαγορές, αναλαμβάνουσα τον ρόλο αγοραστή έναντι κάθε πωλητή και πωλητή έναντι κάθε αγοραστή.
18. «Κίνδυνος αναχρηματοδότησης» (rollover risk): ποσό κατά το οποίο το αναμενόμενο θετικό άνοιγμα υποεκτιμάται, όταν προβλέπεται ότι οι μελλοντικές συναλλαγές με έναν αντισυμβαλλόμενο θα πραγματοποιούνται σε συνεχή βάση. Το πρόσθετο άνοιγμα που δημιουργείται από αυτές τις μελλοντικές συναλλαγές δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αναμενόμενου θετικού ανοίγματος.
19. «Μέγιστο άνοιγμα» (peak exposure): το υψηλότερο εκατοστημόριο της κατανομής ανοιγμάτων σε κάθε δεδομένη μελλοντική ημερομηνία πριν την ημερομηνία λήξης της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη ημερομηνία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο.
20. «Μείωση πιστωτικού κινδύνου»: μέθοδος πιστωτικής προστασίας, χρησιμοποιούμενη από Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών προκειμένου να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα που εξακολουθεί να διατηρεί.
21. «Μέλος Συστήματος Εκκαθάρισης (clearing member)»: ένα μέλος του χρηματιστηρίου ή του οίκου διακανονισμού και εκκαθάρισης, το οποίο έχει άμεση συμβατική σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ο οποίος εγγυάται την εκτέλεση των πράξεων).
22. «Μετατρέψιμος Τίτλος»: ο τίτλος που μπορεί, κατ΄ επιλογήν του κατόχου ή του εκδότη, να αντικατασταθεί με άλλο τίτλο.
23. «Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία»: μέθοδος μείωσης πιστωτικού κινδύνου, όταν η μείωση απορρέει από τη δέσμευση που αναλαμβάνει τρίτος να καταβάλει ένα ποσό, σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη ή την επέλευση άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών γεγονότων.
24. «Οργανωμένη Αγορά» και «Αναγνωρισμένοι οίκοι εκκαθάρισης και διακανονισμού»: κάθε αγορά που εμπίπτει στο γενικό ορισμό του άρθρου 2 παρ. 10 του Ν 3606/2007 και εξειδικεύεται με τις αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως εκάστοτε ισχύουν. Ειδικότερα, οι ρυθμιζόμενες αγορές που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εκτός αυτών των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυτές που καταγράφονται στις Αποφάσεις 10/372/15.02.2006 και 13/379/18.04.2006 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως εκάστοτε ισχύουν. Αναγνωρισμένοι οίκοι εκκαθάρισης και διακανονισμού θεωρούνται οι οίκοι που συνεργάζονται με οργανωμένες αγορές.
25. «Ομάδα συνδεδεμένων πελατών»:
α. δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία αντιπροσωπεύουν ενιαίο κίνδυνο, πλην αντιθέτου αποδείξεως από την Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, καθόσον το ένα ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το άλλο ή τα άλλα ή β. δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση ελέγχου κατά την έννοια της παραγράφου 12 του άρθρου 2 του Ν. 3601/2007, αλλά τα οποία θεωρούνται, πλην αντιθέτου αποδείξεως από την Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, ότι αποτελούν ενιαίο κίνδυνο, διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο ώστε να είναι πιθανό ότι εάν το ένα από αυτά αντιμετωπίσει χρηματοοικονομικά προβλήματα, το άλλο ή όλα τα άλλα θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες εξόφλησης των υποχρεώσεών τους έναντι της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και όλες οι περιπτώσεις επιχειρήσεων που ελέγχονται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
26. «Ουδέτερη ως προς τον κίνδυνο κατανομή» (risk-neutral distribution): η κατανομή των τρεχουσών αγοραίων αξιών ή των ανοιγμάτων σε μελλοντική χρονική περίοδο, υπολογιζόμενη βάσει τεκμαρτών αγοραίων αξίων (π.χ. τεκμαρτές μεταβλητότητες).
27. «Περίοδος κινδύνου περιθωρίου» (margin period of risk): το χρονικό dιάστημα που μεσολαβεί από την τελευταία ανταλλαγή εξασφαλίσεων για την κάλυψη ενός συμψηφιστικού συνόλου συναλλαγών με αντισυμβαλλόμενο υπό καθεστώς αθέτησης, έως το κλείσιμο των θέσεων του αντισυμβαλλόμενου και την εκ νέου αντιστάθμιση του απορρέοντος κινδύνου αγοράς.
28. «Πιστοδότηση με εξασφάλιση»: νοείται κάθε συναλλαγή που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχείο (β) του άρθρου 6 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση».
29. «Πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου» (counterparty credit risk - CCR): ο κίνδυνος ζημίας, σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή αθετήσει τις υποχρεώσεις του πριν από τον οριστικό διακανονισμό των χρηματορροών της συναλλαγής και η συναλλαγή έχει θετική αξία.
30. «Πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα» (effective expected exposure ή Πραγματικό ΕΕ): το μεγαλύτερο μεταξύ του αναμενόμενου ανοίγματος σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία και του πραγματικού ανοίγματος σε προγενέστερη ημερομηνία.
31. «Πραγματικό αναμενόμενο θετικό άνοιγμα» (effective expected positive exposure ή effective EPE): o διαχρονικά σταθμισμένος μέσος όρος των πραγματικών αναμενόμενων ανοιγμάτων για περίοδο ενός έτους. Εάν όλες οι συμβάσεις εντός του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν πριν τη λήξη του ενός έτους, το «αναμενόμενο θετικό άνοιγμα» υπολογίζεται για διάστημα ίσο με τη διάρκεια της σύμβασης με τη μεγαλύτερη προθεσμία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο. Η στάθμιση κάθε ανοίγματος είναι η αναλογία που αντιπροσωπεύει κάθε μεμονωμένο πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα ως προς το συνολικό πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα κατά το σχετικό χρονικό διάστημα.
32. «Πραγματική κατανομή» (actual distribution): η κατανομή τρεχουσών αγοραίων αξιών ή μελλοντικών ανοιγμάτων, υπολογιζόμενη με βάση ιστορικές ή πραγματοποιηθείσες τιμές.
33. «Πραγματική ληκτότητα» (effective maturity): σύμφωνα με τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος, για ένα συμψηφιστικό σύνολο με ληκτότητα μεγαλύτερη του ενός έτους ισούται με το λόγο του αθροίσματος του αναμενόμενου ανοίγματος καθ΄ όλη τη διάρκεια των συναλλαγών, προεξοφλημένο στο επιτόκιο χωρίς κίνδυνο, προς το άθροισμα του αναμενόμενου ανοίγματος κατά τη διάρκεια ενός χρόνου, προεξοφλημένο στο επιτόκιο χωρίς κίνδυνο. Η πραγματική ληκτότητα μπορεί να προσαρμοστεί για τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης (rollover risk), αντικαθιστώντας το αναμενόμενο άνοιγμα με πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα, για ορίζοντες πρόβλεψης μικρότερους του ενός έτους.
34. «Πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης» (margin lending transactions): πράξεις δανεισμού κατά τις οποίες η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών χορηγεί πίστωση για την αγορά, την πώληση, τη μεταφορά ή διαπραγμάτευση τίτλων.
35. «Σκέλος πληρωμής» (payment leg): πληρωμή έναντι ανταλλαγής χρηματοπιστωτικού μέσου ή πληρωμή έναντι ανταλλαγής άλλης πληρωμής, σε συναλλαγή σε εξωχρηματιστηριακό παράγωγο με γραμμικό προφίλ κινδύνου.
36. «Συμφωνία περιθωρίου» (margin agreement): συμβατική συμφωνία ή διατάξεις της συμφωνίας, βάσει των οποίων ένας αντισυμβαλλόμενος παρέχει εξασφαλίσεις σε άλλον αντισυμβαλλόμενο όταν το άνοιγμα του δευτέρου έναντι του πρώτου υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο επίπεδο.
37. «Συμφωνία Πώλησης και Επαναγοράς και Συμφωνία Αγοράς και Επαναπώλησης»: κάθε συμφωνία, βάσει της οποίας ένα ίδρυμα ή ο aντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλο κυριότητας αυτών και όπου η εγγύηση αυτή έχει εκδοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που κατέχει τα δικαιώματα επί αυτών. Η συμφωνία δεν επιτρέπει στο ίδρυμα να μεταβιβάσει ή ενεχυράσει ένα συγκεκριμένο τίτλο ή βασικό εμπόρευμα σε περισσότερους του ενός αντισυμβαλλόμενους ταυτόχρονα. Ο μεταβιβάζων έχει την παράλληλη υποχρέωση να επαναγοράσει τους τίτλους ή να επαναγοράσει υποκατάστατους τίτλους ή βασικό εμπόρευμα, με τα αυτά χαρακτηριστικά, σε καθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, που ορίζεται ή πρόκειται να ορισθεί από το μεταβιβάζοντα. Η συμφωνία για το ίδρυμα που πωλεί αρχικά τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα είναι «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς», για δε το ίδρυμα που τους αγοράζει «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης».
38. «Συμψηφισμός μεταξύ προϊόντων» (cross-product netting): η ομαδοποίηση εντός του ίδιου συμψηφιστικού συνόλου συναλλαγών που αφορούν διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων, σύμφωνα με τους κανόνες περί συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων, όπως αυτοί καθορίζονται στο Παράρτημα V της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου».
39. «Συμψηφιστικό σύνολο» (netting set): η ομάδα συναλλαγών που έχουν συναφθεί με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο, οι οποίες υπάγονται σε νομικά δεσμευτική διμερή συμφωνία συμψηφισμού και των οποίων ο συμψηφισμός αναγνωρίζεται βάσει του Παραρτήματος V της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου». Κάθε συναλλαγή η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο νομικά δεσμευτικής διμερούς συμφωνίας συμψηφισμού, η οποία αναγνωρίζεται βάσει του Παραρτήματος V της προαναφερόμενης Απόφασης, ερμηνεύεται ως χωριστό συμψηφιστικό σύνολο.
40. «Συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού» (long settlement transactions): συναλλαγές στις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών αναλαμβάνει να παραδώσει έναν τίτλο, ένα εμπόρευμα ή ένα ποσό συναλλάγματος έναντι μετρητών, άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων ή εμπορευμάτων ή, αντιστρόφως, α) σε ημερομηνία διακανονισμού ή παράδοσης μεταγενέστερη από τη συνήθη πρακτική της αγοράς για τέτοιου τύπου συναλλαγές ή β) σε ημερομηνία μεταγενέστερη των πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία συναλλαγής, ανεξάρτητα εάν η μεταγενέστερη αυτή ημερομηνία είναι η καθιερωμένη πρακτική της αγοράς.
41. «Συναλλαγή με όρους κεφαλαιαγοράς»:κάθε συναλλαγή που πληροί τις προϋποθέσεις του στοιχείου (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση».
42. «Συντελεστής δέλτα»: ο βαθμός επίπτωσης μιας μικρής μεταβολής της τιμής του υποκειμένου μέσου στην τιμή του δικαιώματος προαίρεσης.
43. «Τίτλος Επιλογής (Warrant»): ο τίτλος που δίνει στον κάτοχό του το δικαίωμα να αγοράσει ένα υποκείμενο μέσο σε καθορισμένη τιμή μέχρι την ή στην ημερομηνία λήξης του τίτλου επιλογής και του οποίου ο διακανονισμός μπορεί να γίνεται είτε με παράδοση του υποκείμενου μέσου είτε τοις μετρητοίς.
44. «Τρέχον άνοιγμα» (current exposure): η τρέχουσα αγοραία αξία συναλλαγής ή συναλλαγών σε συμψηφιστικό σύνολο με έναν αντισυμβαλλόμενο, η οποία θα απολεσθεί εάν ο αντισυμβαλλόμενος αθετήσει τις υποχρεώσεις του, με την παραδοχή ότι κανένα μέρος της αξίας αυτής δεν μπορεί να ανακτηθεί σε πτωχευτική διαδικασία.
45. «Τρέχουσα αγοραία αξία» (current market value ή CMV): η καθαρή (συνυπολογιζoμένων των θετικών ή αρνητικών αξιών) αγοραία αξία των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο με τον αντισυμβαλλόμενο.
46. «Χρηματοδότηση Αποθεμάτων (stock financings): οι θέσεις στις οποίες το φυσικό απόθεμα έχει πωληθεί επί προθεσμία και το κόστος χρηματοδότησης έχει προκαθορισθεί για την περίοδο μέχρι την ημερομηνία της πώλησης.
47. «Χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία»: μέθοδος μείωσης πιστωτικού κινδύνου, όταν η μείωση απορρέει από το δικαίωμα της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου ή επέλευσης άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών γεγονότων που έχουν σχέση μ ε τον αντισυμβαλλόμενο, να προβεί στη ρευστοποίηση ή να επιτύχει τη μεταβίβαση ή την κατάσχεση ή την παρακράτηση περιουσιακών στοιχείων ή ποσών (εξασφαλίσεων) ή να προβεί στη μείωση του ποσού του ανοίγματος ή στην αντικατάστασή του με το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ύψους του ανοίγματος και του ύψους μιας απαίτησης κατά της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.
48. «Χρηματοπιστωτικά μέσα επενδυτικής κλάσης»: χαρακτηρίζονται οι θέσεις που κατατάσσονται στην 3η ή μεγαλύτερη διαβάθμιση πιστωτικής ποιότητας από αναγνωρισμένο Εξωτερικό Οργανισμό Πιστωτικής Αξιολόγησης (Ε.Ο.Π.Α).
49. «Χρηματοπιστωτικό Μέσο»: κάθε σύμβαση με την οποία δημιουργείται τόσο ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού για το ένα συμβαλλόμενο μέρος όσο και ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο παθητικού ή στοιχείο ιδίων κεφαλαίων για το έτερο συμβαλλόμενο μέρος. O όρος «χρηματοπιστωτικό μέσο» περιλαμβάνει τόσο τα πρωτογενή χρηματοπιστωτικά μέσα ή «μέσα σε μετρητά» όσο και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, των οποίων η αξία προκύπτει από την τιμή υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή από συντελεστή ή δείκτη ή από την τιμή άλλου υποκείμενου στοιχείου, περιλαμβάνει δε οπωσδήποτε τα μέσα που καθορίζονται στο άρθρο 5 του Ν. 3606/2007.
Aρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
Για τους σκοπούς της παρούσας Απόφασης οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
α) Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών κατά την έννοια του στοιχείου (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του Ν. 3601/2007 και οι οποίες δεν εμπίπτουν στις αναφερόμενες παρακάτω υπό στοιχεία (β) έως (δ) περιπτώσεις.
β) Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, οι οποίες δεν διαθέτουν άδεια για την παροχή των υπηρεσιών των στοιχείων (γ) και (στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 3606/2007.
(γ) Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, οι οποίες πραγματοποιούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, με μόνο σκοπό την εκπλήρωση ή την εκτέλεση εντολών πελατών ή με σκοπό την απόκτηση πρόσβασης σε σύστημα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα πράκτορα ή εκτελούν εντολή πελάτη.
(δ) Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οι οποίες:
i. δεν κατέχουν χρήματα ή τίτλους πελατών,
ii. πραγματοποιούν συναλλαγές μόνο για ίδιο λογαριασμό,
iii. δεν διαθέτουν εξωτερικούς πελάτες και
iv. πραγματοποιούν συναλλαγές, των οποίων η εκτέλεση και ο διακανονισμός τελούν υπό την ευθύνη και την εγγύηση εκκαθαριστικού
οργανισμού.
Aρθρο 3
Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων
1. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου θα υπολογίζονται τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο ΙΓ΄ του Ν. 3601/2007
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8 της παρούσας Απόφασης, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών της περίπτωσης του άρθρου 2, στοιχείο (α) πρέπει να διαθέτουν ίδια κεφάλαια, τα οποία να είναι ανά πάσα στιγμή ίσα ή μεγαλύτερα του αθροίσματος των ακόλουθων κεφαλαιακών απαιτήσεων:
(i) Όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο για το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, με εξαίρεση τις δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών, του 8 % επί του συνολικού ποσού των σταθμισμένων ανοιγμάτων τους, υπολογισμένων σύμφωνα με τις διατάξεις:
- της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση» ή
- της Πράξης Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος: ΠΔ/ΤΕ 2589/20.8.2007: «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με την Προσέγγιση Εσωτερικών Διαβαθμίσεων» και
- της Πράξης Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος: ΠΔ/ΤΕ 2593/20.8.2007 «Υπολογισμός Σταθμισμένων Ανοιγμάτων για Θέσεις σε Τιτλοποίηση».
Όπου στις εν λόγω Πράξεις Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος γίνεται αναφορά σε πιστωτικό ίδρυμα, τότε λογίζεται, τηρουμένων των αναλογιών, ως αναφορά σε Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών. Επίσης κάθε αναφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος λογίζεται ως αναφορά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
(ii) Όσον αφορά τις δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο διακανονισμού και αντισυμβαλλομένου και για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που υπερβαίνουν τα όρια που τίθενται στην Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 7/459/27.12.2007 «Εποπτεία και έλεγχος των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών», των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει των Αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» και 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου».
(iii) Όσον αφορά το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων για τον κίνδυνο συναλλάγματος και τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» και
(iv) όσον αφορά το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων για το λειτουργικό κίνδυνο, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει του βάσει της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 6/459/27.12.2007 «Κεφαλαιακές απαιτήσεις Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών έναντι του λειτουργικού κινδύνου».
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8 της παρούσας Απόφασης, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών της περίπτωσης του άρθρου 2 στοιχείο (β) πρέπει να διαθέτουν ίδια κεφάλαια, τα οποία να είναι ανά πάσα στιγμή ίσα ή μεγαλύτερα από το υψηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:
(i) του αθροίσματος των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των Αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση», 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» και 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου» ή των Πράξεων Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος: ΠΔ/ΤΕ 2589/20.8.2007: «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με την Προσέγγιση Εσωτερικών διαβαθμίσεων» και ΠΔ/ΤΕ 2593/20.8.2007 «Υπολογισμός Σταθμισμένων Ανοιγμάτων για Θέσεις σε Τιτλοποίηση» και
(ii) του 25% των παγίων εξόδων του τελευταίου έτους, όπως ορίζονται στο Παράρτημα Ι της παρούσας Απόφασης.
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8 της παρούσας Απόφασης, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών της περίπτωσης του άρθρου 2 στοιχεία (γ) και (δ) πρέπει να διαθέτουν ίδια κεφάλαια, τα οποία να είναι ανά πάσα στιγμή ίσα ή μεγαλύτερα από το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων:
(α) του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου αγοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των Αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση», 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» και 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου» ή των Πράξεων Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος: ΠΔ/ΤΕ 2589/20.8.2007: «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με την Προσέγγιση Εσωτερικών διαβαθμίσεων» και ΠΔ/ΤΕ 2593/20.8.2007 «Υπολογισμός Σταθμισμένων Ανοιγμάτων για Θέσεις σε Τιτλοποίηση» και
(β) του 25% των παγίων εξόδων τελευταίου έτους όπως ορίζονται στο Παράρτημα Ι της παρούσας Απόφασης.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8 της παρούσας Απόφασης, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών των περιπτώσεων του άρθρου 2 στοιχεία (β), (γ) και (δ) μπορούν, εφόσον το επιθυμούν να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
6. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών των περιπτώσεων του άρθρου 2 στοιχεία (β), (γ) και (δ) της παρούσας Απόφασης, ανεξάρτητα από τον τρόπο υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, υπόκεινται στις διατάξεις αναφορικά με τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου που προβλέπονται στο Παράρτημα I της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 8/459/27.12.2007 «Εσωτερική Διαδικασία Αξιολόγησης της Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΕΔΑΚΕ) των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και Διαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
7. Τα Ίδια Κεφάλαια των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως ορίζονται στην Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 2/459/27.12.2007 «Ορισμός των Ιδίων Κεφαλαίων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα», χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αξία συμμετοχής στο Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μειωθούν κάτω από το επίπεδο που ορίζεται στο άρθρο 10 του Ν. 3606/2007.
8. Στην περίπτωση που τα ίδια κεφάλαια των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών μειωθούν κάτω από το ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του Ν. 3606/2007, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, εφόσον οι περιστάσεις το δικαιολογούν, να ορίσει περιορισμένη χρονική περίοδο, εντός της οποίας οι εν λόγω επιχειρήσεις οφείλουν να επαναφέρουν τα ίδια κεφάλαιά τους στο ελάχιστο απαιτούμενο ύψος ή να τερματίσουν τις δραστηριότητές τους.
Aρθρο 4
Μεταβατικές διατάξεις και εξαιρέσεις από τον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων
1. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 2 της παρούσας Απόφασης, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που απορρέουν από την Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 6/459/27.12.2007 «Κεφαλαιακές απαιτήσεις Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών έναντι του λειτουργικού κινδύνου» εφόσον πληρούν σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις του άρθρου 2 στοιχεία (β) ως (δ) της παρούσας Απόφασης,
(β) το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους ουδέποτε υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ και
(γ) ο μέσος αριθμός απασχολουμένων υπαλλήλων κατά το τελευταίο οικονομικό έτος δεν υπερβαίνει τους 100.
2. Η κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του λειτουργικού κινδύνου για τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που εμπίπτουν στην περίπτωση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ανέρχεται τουλάχιστον στο χαμηλότερο των
εξής:
(α) των κεφαλαιακών απαιτήσεων που απορρέουν από την Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 6/459/27.12.2007 «Κεφαλαιακές Απαιτήσεις Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών έναντι του λειτουργικού κινδύνου»,
(β) των 12/88ων του υψηλότερου των παρακάτω:
i) των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς που απορρέουν από τις αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση», 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» και 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος αντισυμβαλλομένου», ή των Πράξεων Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ΠΔ/ΤΕ 2589/20.8.2007: «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με την Προσέγγιση Εσωτερικών διαβαθμίσεων» και ΠΔ/ΤΕ 2593/20.8.2007 «Υπολογισμός Σταθμισμένων Ανοιγμάτων για Θέσεις σε Τιτλοποίηση» και
(ii) του 25% των παγίων εξόδων τελευταίου έτους, όπως ορίζονται στο Παράρτημα Ι της παρούσας Απόφασης.
Σε περίπτωση εφαρμογής του στοιχείου (β), εφαρμόζεται, σε ετήσια τουλάχιστον βάση, επιπρόσθετη αύξηση.
3. Η εφαρμογή της παρέκκλισης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταλήγει σε μείωση του συνολικού επιπέδου των κεφαλαιακών απαιτήσεων για μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, σε σύγκριση με τις απαιτήσεις που ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 2007, εκτός εάν η μείωση αυτή αιτιολογείται για λόγους προληπτικούς, από μείωση του μεγέθους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης αυτής.
4. Οι διατάξεις σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που θεσπίζονται στην παρούσα Απόφαση δεν εφαρμόζονται σε Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που αφορούν στα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχεία (ε), (στ), (ζ), (θ) και (ι) του Ν.3606/2007 και για τις οποίες δεν ίσχυε ο Ν. 2396/1996 στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Η εξαίρεση αυτή μπορεί να ασκείται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010 ή μέχρις ότου τεθούν σε ισχύ -αν αυτό συμβεί νωρίτερα- οι τροποποιήσεις της Οδηγίας 2006/49/ΕΚ, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 48 παράγραφοι 2 και 3 της εν λόγω Οδηγίας.
Aρθρο 5
Εξαίρεση από τον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών
1. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών δύνανται να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» και να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών σύμφωνα με τις διατάξεις των Αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 5/459/27.12.2007 «Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου» και 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση» ή/και της ΠΔΤΕ 2589/20.8.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με την Προσέγγιση Εσωτερικών διαβαθμίσεων», εφόσον πληρούνται αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Οι συναλλαγές του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δεν υπερβαίνουν, παρά μόνο κατ΄ εξαίρεση, το 5% των συνολικών συναλλαγών.
β. Η συνολική αξία των ανοιχτών θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δεν υπερβαίνει, παρά μόνο κατ΄ εξαίρεση, το ποσό των 15 εκατ. ευρώ.
γ. Οι συναλλαγές του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δεν υπερβαίνουν ποτέ το 6% των συνολικών συναλλαγών και η συνολική αξία των ανοιχτών θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δεν υπερβαίνει ποτέ το ποσό των 20 εκατ. ευρώ.
2. Για τον υπολογισμό, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 1, της αναλογίας των συναλλαγών του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, λαμβάνονται υπόψη όλα τα εντός και εκτός ισολογισμού στοιχεία, καθώς και οι λογαριασμοί αποτελεσμάτων. Οι θετικές (long) και αρνητικές (short) θέσεις αθροίζονται ανεξάρτητα από τα πρόσημά τους. Για τον σκοπό του εν λόγω υπολογισμού θα αποτιμώνται:
α. Οι χρεωστικοί τίτλοι που είναι διαπραγματεύσιμοι σε οργανωμένη αγορά, με βάση την αγοραία τιμή τους.
β. Οι λοιποί χρεωστικοί τίτλοι, με βάση την ονομαστική τους αξία.
γ. Οι μετοχές με βάση την τρέχουσα αγοραία τιμή τους, εφόσον είναι διαπραγματεύσιμες σε οργανωμένη αγορά ή με βάση την εσωτερική λογιστική τους αξία στις λοιπές περιπτώσεις.
δ. Τα παράγωγα μέσα, με βάση τις αγοραίες ή τις ονομαστικές αξίες των υποκείμενων μέσων.
3. Σε περίπτωση που μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία εξαιρείται από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 1, συμβεί να υπερβεί είτε τα αναφερόμενα στην ίδια παράγραφο όρια των στοιχείων (α) και (β) σε περισσότερες από 20 ημέρες εντός εκάστου ημερολογιακού έτους είτε τα αναφερόμενα στο στοιχείο (γ) της ίδιας παραγράφου όρια έστω και για μία εργάσιμη ημέρα εντός εκάστου ημερολογιακού έτους, εφαρμόζει άμεσα τις διατάξεις της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και ενημερώνει εντός δεκαημέρου την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που κάνουν χρήση της εν λόγω εξαίρεσης πρέπει να τηρούν τα αναγκαία αναλυτικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει, ότι ορθώς έκαναν χρήση της εξαίρεσης στο έτος αυτό και να τα έχουν στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Aρθρο 6
Υποβολή στοιχείων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
1. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του Ν. 3606/2007 υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εντός δέκα (10) ημερών από την πάροδο εκάστου ημερολογιακού μήνα, στοιχεία σε ατομική βάση για την κεφαλαιακή τους επάρκεια σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας Απόφασης, όπως διαμορφώνεται στο τέλος του αντίστοιχου μήνα.
2. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Ν. 3606/2007 υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εντός δέκα (10) ημερών από την πάροδο εκάστου ημερολογιακού τριμήνου, στοιχεία σε ατομική βάση για την κεφαλαιακή τους επάρκεια σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας Απόφασης, όπως διαμορφώνεται στο τέλος του αντίστοιχου τριμήνου.
3. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του Ν. 3606/2007 υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εντός δύο (2) μηνών από την πάροδο εκάστου ημερολογιακού εξαμήνου, στοιχεία σε ατομική βάση για την κεφαλαιακή τους επάρκεια σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας Απόφασης, όπως διαμορφώνεται στο τέλος του αντίστοιχου εξαμήνου.
4. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του Ν. 3606/2007, υποχρεούνται να υποβάλουν τα σχετικά στοιχεία κεφαλαιακής επάρκειας και σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, εντός δύο (2) μηνών από τη λήξη εκάστου ημερολογιακού εξαμήνου.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διατηρεί το δικαίωμα να απαιτεί την επιπρόσθετη υποβολή των εν λόγω στοιχείων για διαφορετικές ημερομηνίες αναφοράς.
6. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μαζί με τα στοιχεία για την Κεφαλαιακή τους Επάρκεια σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, συμπληρωματικά τα εξής στοιχεία:
α. Το αντίστοιχο ανά ημερομηνία ισοζύγιο με δευτεροβάθμια ανάλυση.
β. Συνοπτικό ισολογισμό και κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης, σε περίπτωση μη ελεγμένων από Ορκωτό Ελεγκτή οικονομικών καταστάσεων, υπογεγραμμένο από τα αρμόδια για την υπογραφή των οικονομικών καταστάσεων της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρόσωπα. Σε περίπτωση που για την ημερομηνία αναφοράς των στοιχείων Κεφαλαιακής Επάρκειας εκδοθούν μεταγενέστερα ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, βάσει των οποίων διαφοροποιούνται ουσιωδώς τα ήδη υποβληθέντα στοιχεία κεφαλαιακής επάρκειας, τότε αυτά επανυποβάλλονται άμεσα.
γ. Το σύνολο των χρεωστικών υπολοίπων πελατών. Τα χρεωστικά υπόλοιπα θα αναλύονται κατά παλαιότητα, ανάλογα με το χρόνο δημιουργίας τους.
Συγκεκριμένα, i) υπόλοιπα που δεν έχουν εκκαθαριστεί, ii) υπόλοιπα από την ημερομηνία εκκαθάρισής τους και μέχρι ένα μήνα, iii) υπόλοιπα που δημιουργήθηκαν από το πέρας του μήνα και μέχρι τρεις μήνες, iv) υπόλοιπα που δημιουργήθηκαν από το πέρας των τριών μηνών και μέχρι έξι μήνες, ν) υπόλοιπα που δημιουργήθηκαν από το πέρας των έξι μηνών και μέχρι ένα έτος, και vi) υπόλοιπα πέραν του έτους.
δ) Την αξία των χρεωστικών υπολοίπων πελατών από συναλλαγές που έχουν εκκαθαριστεί, κατά το μέρος που δεν καλύπτεται από την τρέχουσα αξία τίτλων τους, καθώς και το συνολικό αριθμό των πελατών αυτών, με διάκριση σε εκείνες για τις οποίες δεν έχει παρέλθει διάστημα 12 μηνών από την εκκαθάρισή τους και σε εκείνες για τις οποίες έχει παρέλθει διάστημα 12 μηνών από την εκκαθάρισή τους.
Επιπρόσθετα οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ετήσιες και εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις, ελεγμένες από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή, εντός δύο μηνών από τη λήξη του εκάστοτε ημερολογιακού εξαμήνου και έτους.
7. Οι προθεσμίες υποβολής των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τη γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που υπερβαίνουν το όριο της παρ. 1(β) του άρθρου 1 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 7/459/27.12.2007 «Εποπτεία και έλεγχος των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» στο τέλος της περιόδου που προβλέπεται για κάθε περίπτωση. Για την εφαρμογή της υποχρέωσης της παραγράφου αυτής γνωστοποιείται αναλυτικά για κάθε περίπτωση τόσο η ακαθάριστη αξία των ανοιγμάτων που είναι ίσα ή υπερβαίνουν το όριο της παρ. 1(β) του άρθρου 1 της προαναφερόμενης Απόφασης όσο και η καθαρή αξία που προκύπτει μετά την εφαρμογή των εξαιρέσεων ή σταθμίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 της ίδιας Απόφασης, με ιδιαίτερη αναφορά του εν λόγω απαλλασσόμενου ποσού.
Ο υπολογισμός μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων έναντι μεμονωμένων πελατών ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, ενόψει της υποχρεωτικής παροχής στοιχείων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες σχετίζεται με συναλλαγές επαναγοράς ή με δανειοδοσίες ή δανειοληψίες τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, δεν περιλαμβάνει την αναγνώριση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου.
8. Πέραν από την αναφερόμενη στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου υποχρέωση, γνωστοποιείται εντός 10ημέρου στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) κάθε νέο Μεγάλο Χρηματοδοτικό `Ανοιγμα καθώς και
β) κάθε αύξηση υφιστάμενου Μεγάλου Χρηματοδοτικού Ανοίγματος κατά ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% τουλάχιστον του ανοίγματος που είχε γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την τελευταία σχετική γνωστοποίηση
Επιπρόσθετα γνωστοποιείται άμεσα η τυχόν υπέρβαση των ανοιγμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των εδαφίων (α) και (γ) της παραγράφου 18 του άρθρου 5 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 7/459/27.12.2007 «Εποπτεία και έλεγχος των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και ο τρόπος κάλυψής τους σύμφωνα με το εδάφιο (β) της ίδιας ως άνω παραγράφου.
Από την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου αυτής εξαιρούνται ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 2 μέχρι 5 και 8 μέχρι 10 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 7/459/27.12.2007 «Εποπτεία και έλεγχος των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών»
9. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, που κάνουν χρήση των προβλεπομένων στο Παράρτημα VI της Απόφασης 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον Κίνδυνο Αγοράς» σχετικά με τα Μεγάλα Χρηματοδοτικά Ανοίγματα, υποχρεούνται εντός των προβλεπομένων στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου προθεσμιών να υποβάλουν αναλυτική κατάσταση με την επωνυμία του κάθε πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι των οποίων υπερέβησαν, οποτεδήποτε εντός της περιόδου που προβλέπεται για κάθε περίπτωση, τα ανώτατα όρια που καθορίζονται από τις διατάξεις της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 7/459/27.12.2007 «Εποπτεία και έλεγχος των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» καθώς και το ποσό των αντίστοιχων υπερβάσεων (αναφέρεται η μέγιστη υπέρβαση εντός της περιόδου).
10. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών υποχρεούνται να αναφέρουν άμεσα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οποιαδήποτε περίπτωση, κατά την οποία οι αντισυμβαλλόμενοί τους σε συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς και αγοράς και επαναπώλησης ή συναλλαγές δανειοληψίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων και δανειοδοσίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων περιέρχονται σε κατάσταση αθέτησης ως προς την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους.
11. Κατ΄ εξαίρεση, για υποβολές στοιχείων κεφαλαιακής επάρκειας των παραγράφων 1 έως 2, 7 και 9 του παρόντος άρθρου, μέχρι και 30/6/2008, θα υποβάλλονται εντός μηνός από την πάροδο της περιόδου αναφοράς.
Aρθρο 7
Τήρηση στοιχείων και εφαρμογή μεθόδων υπολογισμού
1. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών υποχρεούνται επί μία διετία να διατηρούν όλους τους αναλυτικούς υπολογισμούς και τα δικαιολογητικά υποστήριξης των υποβαλλομένων σύμφωνα με το άρθρο 6 της παρούσας Απόφασης στοιχείων, ώστε να είναι διαθέσιμα σε περίπτωση διενέργειας ελέγχου ή παροχής περαιτέρω διευκρινίσεων προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
2. Οι μέθοδοι υπολογισμών για την εξαγωγή των στοιχείων και οι σχετικοί λογιστικοί χειρισμοί θα πρέπει να εφαρμόζονται σε σταθερή βάση και, εφόσον ζητηθεί, να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
3. Κάθε μεταβολή των μεθόδων υπολογισμού ή των λογιστικών χειρισμών θα εφαρμόζεται με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Aρθρο 8
Διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών
1. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οφείλουν να συμμορφώνονται σε διαρκή βάση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 8/459/27.12.2007 «Εσωτερική Διαδικασία Αξιολόγησης της Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΕΔΑΚΕ) των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και Διαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης μιας Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δύναται να λάβει τα προβλεπόμενα εποπτικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 82 του ν. 3601/2007 και το άρθρο 10 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 8/459/27.12.2007 «Εσωτερική Διαδικασία Αξιολόγησης της Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΕΔΑΚΕ) των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και Διαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
3. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών υποβάλλουν σε ετήσια βάση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφορά σχετικά με την ΕΔΑΚΕ, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 8/459/27.12.2007 «Εσωτερική Διαδικασία Αξιολόγησης της Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΕΔΑΚΕ) των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και Διαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
Η εν λόγω αναφορά θα αποτελεί τη βάση του διαλόγου που θα διεξάγεται μεταξύ της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την αξιολόγηση της ΕΔΑΚΕ στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προαναφερόμενη Απόφαση.
Αρθρο 9
Γνωστοποίηση πληροφοριών από τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών
Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οφείλουν να συμμορφώνονται σε διαρκή βάση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 9/459/27.12.2007 «Δημοσιοποίηση από τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών εποπτικής φύσεως πληροφοριών σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τους κινδύνους που αναλαμβάνουν καθώς και τη διαχείρισή τους».
Αρθρο 10
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος της παρούσας Απόφασης καταργούνται οι κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτές νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας Απόφασης ή στις σ΄ αυτήν αναφερόμενες Αποφάσεις.
1. Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 104/8.4.1997 Θέμα 6Α «Ορισμός ιδίων κεφαλαίων των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα» (ΦΕΚ Β΄369/12.5.1997), όπως ισχύει,
2. Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 104/8.4.1997 Θέμα 6Β «Συντελεστής φερεγγυότητας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα» (ΦΕΚ Β΄369/12.5.1997), όπως ισχύει,
3. Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 104/8.4.1997 Θέμα 6 «Εποπτεία και έλεγχος των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΦΕΚ Β΄369/12.5.1997), όπως ισχύει,
4. Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 104/8.4.1997 Θέμα 6Δ «Κεφαλαιακή επάρκεια Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΦΕΚ Β΄357/2.5.1997), όπως ισχύει,
5. Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 11/123/20.1.1998 «Συμπλήρωση των αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 104/8.4.1997 (θέματα 6Α, 6Β, 6Γ και 6Δ)» (ΦΕΚ Β΄137/18.2.1998), όπως ισχύει,
6. Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/165/3.8.1999 «Τροποποίηση των Αποφάσεων 104/8.4.1997 Συνεδριάσεως του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (θέματα 6Γ και 6Δ)» (ΦΕΚ Β΄1967/3.11.1999), όπως ισχύει,
7. Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 1/211/19.2.2001 «Τροποποίηση των Αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 104/8.4.1007 θέματα 6Β , 6Γ και 6Δ και 123/20.1.1998 θέμα 11ο» (ΦΕΚ Β΄745/14.6.2001), όπως ισχύει.
8. Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/236/16.1.2002 «Τροποποίηση της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 6Α/104/8.4.1007» (ΦΕΚ ΒΊ12/31.1.2002), όπως ισχύει.
Αρθρο 11
Τελικές Διατάξεις
1. Το επισυναπτόμενο Παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας Απόφασης.
2. Η ισχύς της παρούσας Απόφασης αρχίζει από την 1/1/2008.
3. Από τις διατάξεις της παρούσας Απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
4. Η Απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Β).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΑΓΙΩΝ ΕΞΟΔΩΝ
Για τους σκοπούς της παρούσας Απόφασης ως πάγια έξοδα θεωρούνται τα έξοδα που είναι ανελαστικά σε διακυμάνσεις σχετικές με το επίπεδο εργασιών της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών. Τα πάγια έξοδα περιλαμβάνουν κυρίως το μεγαλύτερο μέρος των αμοιβών του προσωπικού, το κόστος ενοικίασης γραφείων, έξοδα για ενοικίαση ή χρηματοδοτική μίσθωση εξοπλισμού γραφείων και έξοδα ασφαλίστρων. Τα έξοδα που προαναφέρθηκαν είναι ενδεικτικά και η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οφείλει να προσδιορίζει και να τεκμηριώνει επαρκώς τα έξοδα που περιλαμβάνονται στα πάγια έξοδα της.
Δεν περιλαμβάνονται στα πάγια έξοδα:
1. Οι πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού, εκτός αν είναι εγγυημένες.
2. Χορηγηθείσες αμοιβές στους υπαλλήλους και στελέχη μέσω διάθεσης κερδών, εκτός αν είναι εγγυημένες.
3. `Αλλα διανεμόμενα κέρδη.
4. Χορηγηθείσες προμήθειες και αμοιβές, οι οποίες συνδέονται άμεσα με αντίστοιχα έσοδα.
5. Τόκοι βραχυπροθέσμων δανείων.
6. Τόκοι καταβληθέντες σε πελάτες και λοιπούς αντισυμβαλλόμενους.
7. Αμοιβές, προμήθειες διαμεσολάβησης και άλλα έξοδα που καταβάλλονται σε οίκους εκκαθάρισης, χρηματιστήρια, μεσολαβούσες Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και λοιπούς μεσολαβητές για σκοπούς εκτέλεσης, καταχώρισης και εκκαθάρισης συναλλαγών.
8. Έξοδα από συναλλαγματικές διαφορές.
9. `Αλλες μεταβλητές δαπάνες.
Για τους σκοπούς της παρούσας Απόφασης τα εκάστοτε ετήσια πάγια έξοδα των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οριστικοποιούνται μετά την έκδοση των ετήσιων, ελεγμένων από Ορκωτό Λογιστή - Ελεγκτή, Οικονομικών Καταστάσεων.
Στην περίπτωση που οι τελευταίες ετήσιες, ελεγμένες από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή, οικονομικές καταστάσεις καλύπτουν διάστημα διαφορετικό του έτους, το ποσό των πάγιων εξόδων προσαρμόζεται ανάλογα, σε σχέση με τα ως άνω αναφερόμενα, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αντανακλά ετήσιο διάστημα.
Στην περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί δωδεκάμηνη περίοδος λειτουργίας και δεν υπάρχουν ελεγμένες από Ορκωτό Ελεγκτή - Λογιστή οικονομικές καταστάσεις, το ποσό των πάγιων εξόδων υπολογίζεται από την Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών βάσει ορθολογικών και τεκμηριωμένων προβλέψεων. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όλα τα απαραίτητα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία υπολόγισε τα πάγια έξοδα της, για τους σκοπούς της παρούσας Απόφασης.
Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οφείλει να προσαρμόζει τα πάγια έξοδά της στην περίπτωση που το ύψος τους έχει μεταβληθεί σημαντικά από την ημερομηνία που κάλυπταν οι τελευταίες ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις καθώς και στην περίπτωση που έχει τροποποιηθεί η άδειά της ως προς τις παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες.