Εγκύκλιος 41
5-7-2006
Επιμερισμός της σύνταξης του επιζώντα συζύγου και στα τέκνα του θανόντα από πρώτο γάμο. Κοινοποίηση σχετικής γνωμοδότησης.
Σχετ.: Οι 39/99 και 82/05 εγκύκλιοι
Σας κοινοποιούμε την με αριθ.260/2006 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατόπιν ερωτήματος της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Συγκεκριμένα το Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε ότι το ποσό της σύνταξης της χήρας που δεν της καταβάλλεται λόγω αναστολής ή το υπόλοιπο σε περίπτωση που η σύνταξη καταβάλλεται μειωμένη μετά την πρώτη τριετία (διατάξεις του άρθ.62 του Ν. 2676/99 όπως αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις του άρθ.4 του Ν. 3385/05) θα επιμερίζεται μεταξύ όλων των τέκνων του θανόντα χωρίς να εξετάζεται ο βαθμός γάμου στον οποίο αποκτήθηκαν.
Περιπτώσεις που βρίσκονται σε εκκρεμότητα, σε οποιοδήποτε στάδιο της Διοικητικής διαδικασίας θα κριθούν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.
Οριστικές απορριπτικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί - σύμφωνα με τα προϊσχύοντα - σε αιτήσεις τέκνων από α΄ γάμο του θανόντα θα επανακριθούν ύστερα από την υποβολή σχετικής αίτησης η οποία θα έχει το χαρακτήρα όχλησης. Τα οικονομικά αποτελέσματα θα ανατρέξουν στην ημερομηνία υποβολής της αρχικής αίτησης που απορρίφθηκε και πάντως όχι πέραν της πενταετίας από την υποβολή της αίτησης - όχλησης.
ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Αθήνα, 17 Μαΐου 2006
Αριθμός Γνωμοδοτήσεως: 260/06
Περίληψη ερωτήματος: Ενόψει του κατωτέρω παρατιθεμένου ιστορικού ερωτάται εάν το υπόλοιπο της σύνταξης της συζύγου θανόντος που καταβάλλεται μειωμένη από το ΙΚΑ μετά την πρώτη τριετία απ΄ την ημερομηνία θανάτου του συζύγου, θα μεταβιβαστεί στο μόνο τέκνο απ΄ το γάμο του με τη σύζυγο αυτή ή θα επιμεριστεί μεταξύ αυτού και των άλλων τέκνων από τον προηγούμενο γάμο του.
Ι. IΣTOPΙΚO
Όπως προκύπτει από το διδόμενο από την υπηρεσία ιστορικό, το ερώτημα αυτό ανέκυψε απ΄ την ανάγκη ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 62 παρ. 3 του Ν. 2676/99, όπως έχει αντικατασταθεί με την παρ. 2, εδ. α του άρθρου 4 του Ν. 3385/2005 και σύμφωνα με την οποία "εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ............ η σύνταξη του επιζώντα των συζύγων, που διακόπτεται ή το υπόλοιπο σε περίπτωση που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα κατ΄ ίσα μέρη".
Επί του θέματος αυτού, ανακύψαντος (όπως προκύπτει απ΄ το προαναφερθέν έγγραφο) λόγω αιτήσεως που υπέβαλε η κα Αν...... Βα..... στο ΙΚΑ και στον ΟΑΕΕ- ΤΕΒΕ, με την οποία ζητούσε τη συνταξιοδότηση λόγω θανάτου της ίδιας και του τέκνου της Αι....., καθώς και των τέκνων του θανόντος από τον πρώτο γάμο του, Σο..... και Αι....., έλαβαν τις ακόλουθες θέσεις:
α) η μεν Διεύθυνση Κύριας Ασφάλισης Μισθωτών, ότι το περικοπτόμενο μετά την τριετία κατά 50% ποσό της σύνταξης της συζύγου θα μεταβιβαστεί μόνο στο τέκνο της και όχι σε όλα τα τέκνα, γιατί ο επιμερισμός αυτός (σε όλα τα τέκνα), θα αναιρούσε τον "ίδιο" και "αυτοτελή" χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της χήρας, εφόσον θα εκχωρείτο μέρος της σύνταξης της σε πρόσωπα, τα οποία με βάση το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα δεν θεωρούνται δικαιοδόχα πρόσωπα της σύνταξης αυτής,
β) ο δε ΟΑΕΕ- ΤΕΒΕ και η ερωτώσα διεύθυνση του Υπουργείου, ότι το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντος συζύγου, επιμερίζεται εξίσου και στα τρία τέκνα που κατέλειπε ο θανών, λόγω της αδιάστικτης διατύπωσης - χωρίς να καθορίζεται εάν από πρώτο ή άλλο γάμο- της αναφερθείσης στην αρχή της παρούσης διατάξεως.
Όπως και πάλι προκύπτει από το διδόμενο από την υπηρεσία ιστορικό η Αν... Βα... Δήμ.... υπέβαλε στον ΟΑΕΕ-ΤΕΒΕ την με αρ.5426/144-2000 αίτηση με την οποία ζητούσε τη συνταξιοδότησή της, λόγω θανάτου του συζύγου της, της ιδίας και του τέκνου της Αι......, καθώς και την αρ. 5427/144-2000 αίτηση για την συνταξιοδότηση των τέκνων του θανόντος συζύγου της από τον πρώτο του γάμο, Σο..... και Αι...... Μετά τη συμπλήρωση της τριετίας από το θάνατο του συζύγου της (1-1-2003), το ποσοστό της χήρας περιορίστηκε στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου, επειδή εργάζεται και δεν έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας της.
ΙΙ. Επί του θέματος αυτού το Δ΄ τμήμα του ΝΣΚ γνωμοδότησε ομοφώνως ως ακολούθως:
"Με τις διατάξεις του άρθρου 4, του Ν. 3385/2005, οι οποίες αντικατέστησαν τις διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2676/99 ορίζεται ότι σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου καταβάλλεται η σύνταξη στον επιζώντα σύζυγο που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω θανάτου, σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε οργανισμού, εφόσον δεν εργάζεται ή δεν απασχολείται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από οποιοδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο.
Σε περίπτωση που ο επιζών των συζύγων εργάζεται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό Οργανισμό ή το Δημόσιο, η σύνταξη χορηγείται ολόκληρη για μία τριετία από το θάνατο και περιορίζεται στη συνέχεια στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του δικαιούχου. Μετά την συμπλήρωση του παραπάνω ορίου ηλικίας, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης λόγω θανάτου.
Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα ή ανήλικα ή σπουδάζοντα σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και μέχρι το 24° έτος της ηλικίας τους, που δικαιούνται σύνταξη, σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντα των συζύγων που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα κατά ίσα μέρη ( παρ.3, άρθ.62, Ν. 2676/99, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ.2, άρθ. 4 του Ν. 3385/2005).
Από τη γραμματική ερμηνεία της παραπάνω διατάξεως προκύπτει με σαφήνεια ότι η σύνταξη του θανόντος συζύγου επιμερίζεται σε όλα τα τέκνα του ανεξαρτήτως γάμου από τον οποίο προέρχονται, αφού ότι ρητά δεν απαγορεύει ο νόμος, το επιτρέπει.
Εξάλλου, όπως προκύπτει απ΄ την προαναφερθείσα διάταξη (εδ.4), το δικαίωμα αυτό των τέκνων είναι ίδιο και αυτοτελές, αφού αυτά το έλκουν από τον θανόντα σύζυγο και όχι από τον επιζώντα σύζυγο. Συνεπώς, δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή εκχώρηση η οποία να αλλοιώνει τον ίδιο και αυτοτελή χαρακτήρα του δικαιώματος του επιζώντος συζύγου, ούτε άλλωστε είναι νοητή τέτοια εκχώρηση στο ασφαλιστικό δίκαιο.
ΙΙΙ. Κατ΄ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, στο ερώτημα που τέθηκε, προσήκει η απάντηση, ότι το περικοπτόμενο μετά την τριετία απ΄ τον θάνατο ποσό σύνταξης της συζύγου θα επιμεριστεί εξίσου μεταξύ όλων των τέκνων του θανόντος, δηλαδή μεταξύ του τέκνου από τον γάμο της μ΄ αυτόν και των τέκνων από τον προηγούμενο πρώτο γάμο του.