ΠΟΛ. 1065/2000 (25/02/2000)

Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του N. 2753/1999, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος των δικηγόρων.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝΑθήνα, 25 Φεβρουαρίου 2000
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ Αρ.Πρωτ.: 1020677/369/Α0012
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ (Δ.12) ΠΟΛ. 1065

ΘΕΜΑ:

Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του N. 2753/1999, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος των δικηγόρων.

1. Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του άρθρου 7 του N. 2753/1999 "Απλοποιήσεις και ελαφρύνσεις στη φορολογία εισοδήματος και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 24Α΄) οι οποίες αναφέρονται σε θέματα φορολογίας εισοδήματος των δικηγόρων.

2. Για κάθε μία από τις πιο πάνω παραγράφους σας παρέχουμε τις ακόλουθες ερμηνευτικές οδηγίες με σκοπό την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.

3. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου προβλέπεται ελάχιστη αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας, για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων, για τη σύμπραξή τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν αυτοί στον εντολέα τους. Οι αμοιβές αυτές καθορίζονται το μήνα Δεκέμβριο κάθε δεύτερου έτους, με κοινή απόφαση των Υπουργού Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεων, ύστερα από γνώμη της ολομέλεια των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας. Έτσι, με την 1121675/2031/Α΄0012/ ΠΟΛ. 1269/29.12.1999 (ΦΕΚ 2295 Β΄/31-12-1999) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης προσδιορίσθηκαν οι ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων οι οποίες ανεστάλησαν μέχρι 30-6-2000 με την 1007604/132/Α΄0012/ ΠΟΛ. 1017/25-1-2000 (ΦΕΚ 77 Β΄/1-2-2000) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης και ισχύουν από 1-7-2000.

Οι ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων που ισχύουν από 1-1-2000 μέχρι και 30-6-2000 προσδιορίσθηκαν με την 1007604/132/Α΄0012/ ΠΟΛ. 1017/25-1-2000 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.

4. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου προβλέπεται η προείσπραξη της ελάχιστης αμοιβής του δικηγόρου, που καθορίστηκε με την προαναφερόμενη κοινή υπουργική απόφαση της προηγούμενης παραγράφου, από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με τετραπλότυπο γραμμάτιο προείσπραξης. Οι δικηγορικοί σύλλογοι κατά την προείσπραξη της ελάχιστης αμοιβής των δικηγόρων, που αναγράφεται στο τετραπλότυπο γραμμάτιο προείσπραξης, υποχρεούνται να ενεργούν παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό της ελάχιστης αυτής αμοιβής. Ενόψει, όμως της διάταξης της παραγράφου 4 αυτού του άρθρου από το ποσό της προεισπραττόμενης αμοιβής που δικαιούται ο δικηγόρος πρέπει να αφαιρείται το ποσό που υποχρεωτικά παρακρατείται από το δικηγορικό σύλλογο σύμφωνα με το άρθρο 96α του Ν.Δ. 3026/1954, σε συνδυασμό με την οικεία απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά, υπέρ του οικείου διανεμητικού λογαριασμού που τηρείται σε αυτόν.

Οι δικηγορικοί σύλλογοι εξαιρούνται από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α. Κατά την προείσπραξη της ελάχιστης αμοιβής που αναγράφεται στο τετραπλότυπο γραμμάτιο προείσπραξης για παραστάσεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν οι δικηγόροι στον εντολέα τους, με τον οποίο συνδέονται με σύμβαση έμμισθης εντολής και αμείβονται με πάγια αντιμισθία. Σε αυτή την περίπτωση στο οικείο τετραπλότυπο γραμμάτιο προείσπραξης εκτός από την ένδειξη "πάγια αντιμισθία" θα αναγράφεται και ο εντολέας του δικηγόρου.

Σημειώνεται ότι ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του N. 2238/1994, θεωρείται και το εισόδημα που αποκτούν οι δικηγόροι ως πάγια αντιμισθία για την παροχή νομικών υπηρεσιών, επί του οποίου ενεργείται παρακράτηση φόρου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 57 αυτού του νόμου.

β. Στις περιπτώσεις των εργατικών και αυτοκινητικών υποθέσεων μόνο, όπου ο δικηγόρος αμοίβεται με εργολαβικό συμβόλαιο με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι έχει υποβάλλει αντίγραφο αυτού του συμβολαίου στη Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματός του. Σε αυτή την περίπτωση: αα) το Δημόσιο, ββ) τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, γγ) οι δημόσιες επιχειρήσεις κα οργανισμοί κοινής ωφέλειας, δδ) οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και εε) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υποχρεούνται να παρακρατούν φόρο εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό της αμοιβής του δικηγόρου. Οι υπόχρεο αυτοί μαζί με την οικεία δήλωση απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία θα συνυποβάλλουν και αντίγραφο της απόφασης του οικείου δικαστηρίου.

Επομένως, στο σημείο αυτό, τροποποιείται ο συντελεστής 20% που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 58, μόνο όμως όταν οι φορείς που καταβάλλουν τις αμοιβές είναι αυτοί που αναφέρονται πιο πάνω (αα Δημόσιο ββ τα Νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου γγ ................... κλπ) και μόνο για αντικείμενα από εργατικές και αυτοκινητικές διαφορές.

Τονίζεται ότι, αντίθετα, τα φυσικά πρόσωπα που ακούν επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα και τηρούν βιβλία Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. έχουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο ποσό της ακαθάριστης αμοιβής του δικηγόρου.

Διευκρινίζεται ότι για την εφαρμογή της διάταξης αυτής της περίπτωσης (β), οι δικηγόροι υποχρεούνται να υποβάλλουν αντίγραφο του εργολαβικού συμβολαίου των εργατικών και αυτοκινητικών υποθέσεων στους πιο πάνω υπόχρεους, δηλαδή το Δημόσιο, ν.π.δ.δ., ν.π.ι.δ. κλπ. Το αντίγραφο όμως, αυτού του εργολαβικού συμβολαίου, θα πρέπει να φέρει την ένδειξη ότι κατατέθηκε όμοιο στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος του δικηγόρου, δημόσια οικονομική υπηρεσία.

γ. Κατά την προείσπραξη της αμοιβής που λαμβάνει ο δικηγόρος για την παράστασή του σε συμβόλαια μεταβίβασης ακινήτων, καθόσον στην προαναφερόμενη κοινή υπουργική απόφαση της προηγούμενης παραγράφου δεν καθορίζεται ελάχιστη αμοιβή, προκειμένου να έχει εφαρμογή η διάταξη της παρακράτησης της παραγράφου αυτής.

Διευκρινίζεται ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι, επίσης εξαιρούνται από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου κατά την προείσπραξη της αμοιβής που λαμβάνει ο δικηγόρος από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου που περαιώνεται με απόφαση δικαστηρίου.

5. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου, θεσπίζεται υποχρέωση παρακράτησης φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί οποιουδήποτε ποσού εισπράττει ως μέρισμα ο δικηγόρος από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο ή από ταμείο συνεργασίας ή από διανεμητικό λογαριασμό οποιασδήποτε νομικής μορφής.

6. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι αν ο εντολέας του δικηγόρου είναι υπόχρεος κατά νόμο να προβαίνει σε παρακράτηση φόρου, τότε θα παρακρατεί φόρο με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 58 του Ν. 2238/1994 στο ακαθάριστο ποσό της αμοιβής που καταβάλει στο δικηγόρο μετά την αφαίρεση της ελάχιστης αμοιβής που αναγράφεται στο τετραπλότυπο γραμμάτιο προείσπραξης του οικείου δικηγορικού συλλόγου που αναφέρεται στην ίδια υπόθεση.

Για παράδειγμα η ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου "Χ" για παράστασή του στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, για υπόθεση της ομόρρυθμης εταιρίας "Ψ", η οποία αναγράφεται στο τετραπλότυπο γραμμάτιο προείσπραξης του οικείου δικηγορικού συλλόγου ανέρχεται στο ποσό των 60.000 δραχμών. Η εταιρία "Ψ" για τις υπηρεσίες αυτές καταβάλει στο δικηγόρο αμοιβή ύψους 100.000 δραχμών. Στην περίπτωση αυτή η πιο πάνω εταιρία θα προβεί σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) επί του ποσού των 40.000 δραχμών (100.000 - 60.000) με την υποχρέωση της προσκόμισης από το δικηγόρο, φωτοαντιγράφου επικυρωμένου από τον ίδιο, του αντίστοιχου γραμματίου προείσπραξης.

7. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι για την απόδοση του φόρου που παρακρατήθηκε από τους δικηγορικούς συλλόγους εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994 και συγκεκριμένα οι παράγραφοι 1, 6 και 7 αυτού του άρθρου (απόδοση του φόρου με εφάπαξ καταβολή στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της έδρας του οικείου δικηγορικού συλλόγου μέχρι την 20η ημέρα των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους με προσωρινή δήλωση......, επιβολή πρόσθετου φόρου ή προστίμου που προβλέπεται από τις διατάξεις του Ν. 2523/1997 σε περίπτωση μη υποβολής προσωρινής δήλωσης ή εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής κλπ.). Την ευθύνη για την απόδοση αυτή φέρει ο πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου.

Επίσης, για την απόδοση του φόρου που παρακρατήθηκε από τους υπόχρεους της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 60 του Ν. 2238/1994 και συγκεκριμένα οι παράγραφοι 1, 6, 7 και 8 αυτού του άρθρου (απόδοση του φόρου με εφάπαξ καταβολή στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της έδρας τους, υποβάλλοντας δήλωση μέσα στον επόμενο από την παρακράτηση μήνα......, επιβολή πρόσθετου φόρου ή προστίμου που προβλέπεται από τις διατάξεις του Ν. 2523/1997). Σημειώνεται ότι με την οικεία δήλωση απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου θα συνυποβάλλεται και αντίγραφο της απόφασης του δικαστηρίου.

Τονίζεται ότι, για την απόδοση του φόρου που παρακρατήθηκε από τους υπόχρεους της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου εφαρμόζονται ανάλογα οι προαναφερόμενες διατάξεις των παραγράφων 1, 6 και 7 του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994. Την ευθύνη για την απόδοση του φόρου φέρει ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου ή ο πρόεδρος ή ο διευθυντής του ταμείου συνεργασίας ή του διανεμητικού λογαριασμού, κατά περίπτωση.

8. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι με αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, κοινές ή όχι κατά περίπτωση, ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 6 του άρθρου αυτού.

9. Με την παράγραφο 8 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι, οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως και 6 του άρθρου αυτού ισχύουν από τη 1η του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση της κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που προβλέπεται από την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η οποία αναφέρεται στον προσδιορισμό της ελάχιστης αμοιβής των δικηγόρων, δηλαδή ισχύουν από 1-1-2000. Από την ημερομηνία αυτή καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 64 του Ν. 2065/1992.

10.Με την παράγραφο 9 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι, ειδικά για τη χρήση 1999 το καθαρό εισόδημα από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος του δικηγόρου, που προσδριορίζεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του αντικατασταθέντος άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 από την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος που προσδιορίζεται με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994. Δηλαδή, οι αντικατασταθείσες διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 ισχύουν μόνο για τη χρήση 1999 και μόνο για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ποσού καθαρού εισοδήματος του δικηγόρου. Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών ως επαγγελματική αμοιβή λαμβάνεται το ποσό των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (2.500.00) δραχμών, ως συντελεστής μισθωτικής αξίας το ποσοστό οκτώμισι τοις εκατό (8,5%) και ως τιμή ζώνης λαμβάνεται αυτή που ίσχυε την 1-1-1995.

Συνεπώς, το καθαρό εισόδημα του δικηγόρου που εξευρίσκεται λογιστικά με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 49 δεν μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή επί των ακαθαρίστων εσόδων του προβλεπόμενου μοναδικού συντελεστή καθαρών αμοιβών που στην προκειμένη περίπτωση ανέρχεται σε πενήντα τοις εκατό (50%) και αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος που προσδιορίζεται με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 51.

Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που τα ακαθάριστα έσοδα υπερβαίνουν τα σαράντα εκατομμύρια (40.000.000) δραχμές, τότε το καθαρό εισόδημα που προσδιορίζεται λογιστικά με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 49 του Ν. 2238/1994, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος που προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 που προϊσχυσαν.

Παράδειγμα 1ο

Δικηγόρος ασκεί το ελευθέριο επάγγελμά του επί 15 έτη και κατέχει τον τίτλο του λέκτορα. Τηρεί βιβλίο Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. από το οποίο για τη χρήση 1999 προκύπτουν ακαθάριστα έσοδα 10.000.000 δραχμές και έξοδα 6.000.000 δραχμές. Πραγματοποίησε συνολικά 65 παραστάσεις από τις οποίες 20 σε πταισματοδικεία, 30 σε πρωτοδικεία, 2 σε τριμελή εφετεία από τις οποίες 2 για ιδιώτες και μία για λογαριασμό τράπεζας από την οποία εισέπραξε κατ΄ αποκοπή 100.000 δρχ., 1 σε πενταμελές εφετείο για ιδιώτη, 1 σε κακουργοδικείο για ιδιώτη και 10 παραστάσεις σε μεταβιβάσεις ακινήτων. Επίσης, εισέπραξε και μέρισμα από το δικηγορικό σύλλογο ποσού 230.000 δραχμών.

Συστεγάζεται με άλλους δύο δικηγόρους και μισθώνουν μαζί επαγγελματική στέγη επιφάνειας 51 τετραγωνικών μέτρων. Η τιμή ζώνης της περιοχής όπου βρίσκεται η επαγγελματική του εγκατάσταση και που ίσχυε την 1-1-1995 ανέρχεται στο ποσό των 125.000 δραχμών το τετραγωνικό μέτρο.

Α. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΠΡΟΪΣΧΥΣΑΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 51 ΤΟΥ Ν. 2238/1994

Επαγγελματική αμοιβή:2.500.000

Μισθωτική αξία επαγγελματικής εγκατάστασης:

Τιμή ζώνης 125.000 δρχ. Χ 20 τετραγ. μέτρα (51:3, μη δυνάμενο να είναι μικρότερο από 20 τ.μ. Χ 8,5%=212.000

ΣΥΝΟΛΟ 2.712.000

Προσαυξήσεις με βάση τον αριθμό των γραμματίων προείσπραξης. Γραμμάτια που δεν λαμβάνονται υπόψη:

20 (σε πταισματοδικεία) + 1 (σε τριμελές εφετείο για λογαριασμό τράπεζας) + 10 (σε μεταβιβάσεις ακινήτων) = 31

Γραμμάτια που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προσαύξησης:

65-31= 34-3-4

προσαύξηση: 4Χ 1% = 4

2.712.000 Χ 4% = 108.500 δρχ.

Παραστάσεις σε τριμελή εφετεία:

3-1= 2Χ 3% = 6%

2.712.000 Χ 6% = 162.750 δρχ.

Παραστάσεις σε πεντεμελές εφετείο:

1 Χ 5% = 5%

2.712.000 Χ 5% =135.625 δρχ.

Παραστάσεις σε κακουργιοδικείο:

1 Χ 10% = 10%

2.712.000 Χ 10% = 271.250 δρχ.

Παραστάσεις σε τριμελές εφετείο για λογαριασμό τράπεζας:

100.000 Χ 50% = 50.000 δρχ.

Μέρισμα Δικηγορικού Συλλόγου: 230.000 Χ 50% = 115.000 δρχ.

Σύνολο β3.555.625 δρχ,

Προσαυξήσεις λόγω πανεπιστημιακού τίτλου 3.555.625 Χ 10% = 355.562 δρχ.

Ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος 3.911.187 δρχ.

Β. ΕΙΔΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 51 ΤΟΥ Ν. 2238/1994

α. Λογιστικός προσδιορισμός:4.000.000 δρχ. (έσοδα -έξοδα, 10.000.000 - 6.000.000)

β. Εξωλογιστικός προσδιορισμός:5.000.000 δρχ. (ακαθάριστα έσοδα Χ μοναδικό συντελεστή καθαρών αμοιβών) (10.000.000 Χ 50%)

Συνεπώς, σε φόρο θα υπαχθεί το ποσό εισοδήματος των 5.000.000 δρχ. που προσδιορίστηκε εξωλογιστικά και το οποίο είναι μεγαλύτερο από αυτό που προσδιορίστηκε λογιστικά (4.000.000), καθώς και από αυτό που προσδιορίστηκε με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια (3.911.187).

Παράδειγμα 2ο

Δικηγόρος ασκεί το ελευθέριο επάγγελμά του και τηρεί βιβλίο Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. από το οποίο για τη χρήση 1999 προκύπτουν ακαθάριστα έσοδα 11.500.000 δρχ. και έξοδα 7.000.000 δραχμές. Παράλληλα αμοίβεται με πάγια αντιμισθία η οποία ανήλθε στο ποσό των 5.000.000 δρχ. και οι παραστάσεις που πραγματοποίησε σε εφετεία κακουργημάτων, κακουργιοδικεία και ανώτατα δικαστήρια συνολικά ανέρχονται σε τρεις (3). Το προσδιοριζόμενο με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994, ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος ανέρχεται σε 4.000.000 δρχ.

α. Λογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος (11.500.000 - 7.000.000) = 4.500.000 δραχμές.

β. Εξωλογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος (11.500.000 Χ 50%) = 5.750.000 δραχμές.

Επομένως, σε φόρο θα υπαχθεί το ποσό των 10.750.000 δραχμών από τα οποία τα 5.000.000 δραχμές θεωρούνται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (πάγια αντιμισθίας και 5.750.000 δραχμές το εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα, το οποίο προσδιορίστηκε εξωλογιστικά και το οποίο είναι μεγαλύτερο από αυτό που προσδιορίστηκε λογιστικά (4.500.000), καθώς και από αυτό που προσδιορίστηκε με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια (4.000.000).

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΥΣ