ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ | Αθήνα, 18 Μαίου 2000 |
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ |
Αρ.Πρωτ.: 1038630/843/Α0012 |
Δ/ΝΣΗ ΦΟΡ/ΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ |
ΠΟΛ. 1162 |
ΘΕΜΑ:
Προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος από την άσκηση ορισμένων ελευθέριων επαγγελμάτων με βάση τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες.
Με αφορμή ερωτήματα που μας έχουν υποβληθεί, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, σας παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις:
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι το καθαρό εισόδημα που προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου (λογιστικά ή εξωλογιστικά) και που προκύπτει ειδικά από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, ψυχολόγου, φυσιοθεραπευτή, οικονομολόγου, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη και αναλυτή - προγραμματιστή, ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν τηρούν βιβλία αν και είναι υπόχρεα, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ποσό του καθαρού εισοδήματος, που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των σταθερών επαγγελματικών δαπανών τους, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 3 αυτού του άρθρου, με το συντελεστή απόδοσης όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο του ίδιου άρθρου.
Ειδικά, για τους γιατρούς, το προσδιοριζόμενο, με βάση τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες και το συντελεστή απόδοσης, καθαρό εισόδημά τους προσαυξάνεται ανάλογα με την ειδικότητα, ως εξής:
α. Κατά σαράντα τοις εκατό (40%) για τους χειρουργούς όλων των ειδικοτήτων, εφόσον ασκούν χειρουργική ειδικότητα σε οποιοδήποτε νοσηλευτικό ίδρυμα και μαιευτήρες.
β. Κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για όλες τις άλλες κλινικές ειδικότητες ιατρών, καθώς και για τους ασκούντες ορθοδοντικές εργασίες, ενώ στο προσδιοριζόμενο με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου καθαρό εισόδημα των ιατρών που ασκούν εργαστηριακή ειδικότητα ή που στερούνται ειδικότητας, δεν επιβάλλεται καμιά προσαύξηση.
2. Επίσης, με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του πιο πάνω άρθρου και νόμου ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος δεν έχουν εφαρμογή κατά τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης του επαγγέλματός τους και εφόσον δεν έχουν παρέλθει δέκα (10) έτη από τη απόκτηση του πτυχίου.
3. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου και νόμου προσδιορίζεται ο συντελεστής απόδοσης ο οποίος είναι ανάλογος με τα έτη άσκησης του επαγγέλματος. Εφόσον, όμως, τα πρόσωπα της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου πριν από την έναρξη επαγγέλματος άσκησαν το επάγγελμά τους ως μισθωτοί ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας περισσότερο από μία δεκαετία, τότε για τον προσδιορισμό του συντελεστή απόδοσης, στα έτη άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος προστίθεται χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών.
4. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος των προσώπων της παραγράφου 2 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 (ιατροί, λογιστές, κ.τ.λ.) με βάση τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες, όπως οι δαπάνες αυτές ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου και νόμου (τεκμαρτό ή καταβαλλόμενο μίσθωμα, ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση και τηλεφωνική επικοινωνία) και σε όσες περιπτώσεις τα πρόσωπα αυτά άσκησαν το ελευθέριο επάγγελμά τους για λιγότερα από τέσσερα έτη ή υπήρξαν μισθωτοί για λιγότερα από δέκα έτη, οι προαναφερόμενες επαγγελματικές δαπάνες τους δεν θα προσαυξάνονται με το συντελεστή απόδοσης, καθόσον τα απαιτούμενα έτη εφαρμογής αυτού του συντελεστή είναι λιγότερα από αυτά που ο νόμος ορίζει.
5. Συνεπώς, οι σταθερές επαγγελματικές δαπάνες των ιατρών και των ασκούντων ορθοδοντικές εργασίες, που έχουν λιγότερα από τέσσερα έτη άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματός τους ή υπήρξαν μισθωτοί, για λιγότερο από δέκα έτη, θα προσαυξάνονται μόνο με τους συντελεστές σαράντα τοις εκατό (40%) ή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) κατά περίπτωση, κατ΄ εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος.
6. Επίσης, οι σταθερές επαγγελματικές δαπάνες των υπόχρεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2238/1994 (ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες εταιρίες, κτλ.), που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 51 του ίδιου νόμου δια των μελών τους και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην 1010043/211/Α0012/ ΠΟΛ. 1030/31-1-2000 διαταγή μας, δεν θα προσαυξάνονται με το συντελεστή απόδοσης, κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματός τους με βάση τις δαπάνες αυτές εφόσον ασκούν τη δραστηριότητά τους για λιγότερα από τέσσερα έτη. Σημειώνεται ότι ως χρόνος έναρξης δραστηριότητας λαμβάνεται το έτος έναρξης των πιο πάνω υπόχρεων (ομορρύθμων, ετερορρύθμων εταιριών, κτλ.) και όχι εκείνος των μελών τους.
Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
ΧΑΡΗΣ ΑΛΑΜΑΝΟΣ |