ΕΛΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ | Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2001 |
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ |
Αρ.Πρωτ.: 1097631/1321/ΔΕ-Α΄ |
ΓΕΝ.Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ |
ΠΟΛ. 1244 |
Δ/ΝΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ |
|
ΤΜΗΜΑ Α΄ |
|
ΘΕΜΑ:
Κοινοποίηση εγγράφων και πράξεων των φορολογικών αρχών σε περιπτώσεις προσώπων αγνώστου διαμονής και δικαίωμα ή μη άσκησης προσφυγής και υποβολής πρότασης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από τον πτωχό, μετά την ισχύ του Ν. 2717/99 (Κ.Δ.Δ.).
Σας γνωρίζουμε ότι αναφορικά με τα ανωτέρω θέματα, εκδόθηκε η αριθ. 307/2001 Γνωμοδότηση του Γ? Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με την οποία έγιναν δεκτά, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα :
α. Ομόφωνα, ότι οι κοινοποιήσεις των πράξεων των φορολογικών αρχών σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής πρέπει να πραγματοποιούνται αποκλειστικά κατά τη διάταξη της παραγ. 2 του άρθρου 64 του πρώην Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (Κ.Φ.Δ.), δηλαδή με επίδοση, επί μη ύπαρξης αντικλήτου, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής τους ή της έδρας της αρχής που εξέδωσε την πράξη, αν δεν υπάρχει καμιά γνωστή κατοικία ή διαμονή.
β. Κατά πλειοψηφία, ότι ο πτωχός δεν νομιμοποιείται σε άσκηση προσφυγής ιδίω ονόματι, δοθέντος ότι μετά την ισχύ του Κ.Δ.Δ., το άρθρο 26 του πρώην Κ.Φ.Δ., με το οποίο παρείχετο τέτοια δυνατότητα, έχει καταργηθεί.
γ. Επίσης κατά πλειοψηφία, ότι ο πτωχός δεν νομιμοποιείται να προβεί ιδίω ονόματι σε υποβολή πρότασης προς διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Την παραπάνω Γνωμοδότηση, η οποία έγινε αποδεκτή κατά τα ανωτέρω από τον Υφυπουργό Οικονομικών, σας αποστέλλουμε για ενημέρωση σας και εφαρμογή σης σχετικές περιπτώσεις.
Συνημμένα: Η αριθ.307/2001 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., σε φωτοτυπία.
Ο Προϊστάμενος της Δ/νσης |
Γ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ |
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΕΙΔ. ΝΟΜΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 307
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
(Γ? Τμήμα)
Συνεδρίαση της 1-3-2001
Σύνθεση:
Προεδρεύων: Χρήστος Τσεκούρας, Αντιπρόεδρος Ν.Σ.Κ.
Μέλη: Θ. Αμπλιανίτης, Α. Τζεφεράκος, Β. Ασημακόπουλος, Σ. Παπαγεωργακόπουλος, Β. Κοντόλαιμος, Κ. Καποτάς, Π. Κιούσης, Ι. Σακελλαρίου, Νομικοί Σύμβουλοι.
Εισηγητής: Θεόδ. Ψυχογυιός, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Αριθ. ερωτήματος: Αρ. πρωτ. 1096992/1564/ΔΕ-Α?/15-11-2000/Γεν. Δ\νση Φορολογικών Ελέγχων Υπ. Οικ/κών.
Περίληψη ερωτημάτων: Ερωτάται, (α) ποια είναι η δέουσα διαδικασία κοινοποίησης των εγγράφων της φορολογικής αρχής στα πρόσωπα αγνώστου διαμονής, μετά την ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/99), (β) εάν, στα πλαίσια των διατάξεων του εν λόγω Κώδικα, ο πτωχεύσας νομιμοποιείται να ασκήσει ιδία προσφυγή κατά των εις βάρος του καταλογιστικών πράξεων, που αφορούν σε πτωχευτικές απαιτήσεις του Δημοσίου και (γ) εάν υφίσταται δυνατότητα του πτωχού να υποβάλει πρόταση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ιδίω ονόματι.
................................
Ι. ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ.
Επί του πρώτου ερωτήματος, ήτοι σχετικά με τη προσήκουσα διαδικασία κοινοποίησης προς τα πρόσωπα αγνώστου διαμονής, το Ν.Σ.Κ- γνωμοδότησε ως ακολούθως:
1. Παράθεση εφαρμοστέων διατάξεων
Από τη διάταξη του άρθρου 64 § 2 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/85) ορίζοντα τα ακόλουθα:
`Αρθρο 64
Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής και κατοίκους αλλοδαπής
"2. Αν εκείνος στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι, κατά το χρόνο της επίδοσης, άγνωστης διαμονής, τότε αυτή γίνεται, όταν δεν υπάρχει αντίκλητος, στο δήμαρχο ή στον πρόεδρο της κοινότητας της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, ενώ, αν δεν υπάρχει καμιά γνωστή κατοικία ή διαμονή, στο δήμαρχο ή στον πρόεδρο της κοινότητα της έδρας της αρχής που εξέδωσε την πράξη".
Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 45 και 285§ 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλέπονται τα εξής:
ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ
`Αρθρο 45
Απαραίτητα στοιχεία
"1. Το δικόγραφο, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούν ειδικότερες διατάξεις, πρέπει να προσδιορίζει σαφώς το είδος και το αντικείμενο του και να αναφέρει:
α) το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, β) τον τόπο και το χρόνο της σύνταξης του και γ) αν υποβάλλεται μεν από φυσικό πρόσωπο, το όνομα, το επώνυμο, πατρώνυμο και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του ίδιου, του νόμιμου αντιπροσώπου του και, αν υπάρχουν, του δικαστικού πληρεξουσίου και του αντικλήτου του, αν υποβάλλεται δε από νομικό πρόσωπο, ένωση προσώπων ή ομάδα περιουσίας, την επωνυμία και την έδρα τους, καθώς και το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του εκπροσώπου τους και, αν υπάρχουν, του δικαστικού πληρεξουσίου και του αντικλήτου τους, ενώ, αν υποβάλλεται από το δημόσιο, τον τίτλο της δημόσιας υπηρεσίας και το όργανο που το εκπροσωπεί.
2. Οι διευθύνσεις των κατά την προηγούμενη παράγραφο προσώπων πρέπει να γνωστοποιούνται στο δικαστήριο με το πρώτο δικόγραφο που απευθύνεται σε αυτό. Αν η γνωστοποίηση γίνεται, το πρώτο, με άλλο δικόγραφο, υπόμνημα ή έγγραφο, αυτό πρέπει να κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο και να επιδίδεται, από τα ίδια αυτά πρόσωπα, στους λοιπούς διαδίκους.
3. Κάθε μεταβολή στη διεύθυνση ή στην ιδιότητα των κατά τις προηγούμενες παραγράφους προσώπων, η οποία επήλθε κατά το χρονικό διάστημα από την άσκηση του ένδικου βοηθήματος έως και τη λήξη της τελικής εκκρεμοδικίας στο δεύτερο βαθμό, πρέπει να γνωστοποιείται κατά τη διαδικασία της διάταξης της δεύτερης περιόδου της παρ. 2, η οποία και εφαρμόζεται αναλόγως. Αλλιώς, οι επιδόσεις γίνονται εγκύρως στη διεύθυνση που έχει δηλωθεί ή ωσάν να μην είχε επέλθει η μεταβολή, κατά περίπτωση.
4. Αν δεν δηλωθεί καμία διεύθυνση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2, η επίδοση γίνεται με παράδοση του επιδοτέου εγγράφου στο γραμματέα του οικείου δικαστηρίου ".
`Αρθρο 285
"1. Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν".
2. Θέση της γνωμοδότησης.
2.1. Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) δεν περιλαμβάνει ρύθμιση όμοια με εκείνη της διάταξης του άρθρου 64§2 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, η οποία αναφερόταν στην ειδική διαδικασία επίδοσης των δικογράφων σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής, μέσω της επίδοσης αυτών στο Δήμαρχο ή στον Πρόεδρο της Κοινότητας, οπότε είναι ερευνητέο βάσει ποίας διαδικασίας πρέπει σήμερα να λαμβάνουν χώρα οι κοινοποιήσεις των πράξεων των φορολογικών αρχών προς τα πρόσωπα, των οποίων δεν είναι γνωστή η διαμονή αυτών.
2.2. Ως γνωστόν, οι περί επιδόσεων διατάξεις του Κ.Φ.Δ. είχαν εφαρμογή και στις επιδόσεις των πιο πάνω πράξεων, μετά από τη ρητή διάταξη του άρθρου 4§4 του ν.δ. 4600/66, ενώ αργότερα σχεδόν όλα τα επί μέρους φορολογικά νομοθετήματα περιέλαβαν παρόμοια ειδική πρόβλεψη.
Και ναι μεν με την αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 4 § 4 του ν.δ. 4600/66 γίνεται ρητή μνεία περί εφαρμογής συγκεκριμένων διατάξεων του Κ.Φ.Δ. (ήτοι των άρθρων 57 έως 67), πλην όμως οι νυν εφαρμοστέες μεταγενέστερες και ειδικές διατάξεις, που θεσπίστηκαν στα επί μέρους φορολογικά νομοθετήματα και ρυθμίζουν τον τρόπο επίδοσης των πράξεων των φορολογικών αρχών αναφέρονται γενικά στην εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Φ.Δ. ή των περί επιδόσεων διατάξεων του εν λόγω Κώδικα, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε επί μέρους άρθρα αυτού.
2.3. Συγκεκριμένα στη διάταξη του άρθρου 69 εδ.3 του ν. 2238/94 () " περί φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων " ορίζεται ότι : "για την επίδοση του φύλλου ελέγχου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας."
Σημειώνεται ότι η πιο πάνω διάταξη εφαρμόζεται και επί των κοινοποιήσεων των πράξεων, που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (βλ. άρθρ. 9§4 εδ. 1 του ν. 2523/97), του νόμου περί μεταβιβάσεως ακινήτων (βλ. άρθρ. 12 § 1 εδ. 1 του α.ν. 1521/50, που κυρώθηκε με το ν. 1587/50), του νόμου περί φορολογίας πλοίων (βλ. άρθρ. 21 του ν. 27/75), ως και στα πλαίσια των διατάξεων περί φορολογίας μεγάλης ακίνητης περιουσίας (βλ. άρθρ. 28 § 1 του ν.2459/97). Επίσης από το άρθρο 79 § 1 του ν.δ. 118/73 "περί φορολογίας κληρονομιών, δωρεών κλπ." ορίζεται ότι: "Αι υπό των διατάξεων του παρόντος προβλεπόμενοι πράξεις και προσκλήσεις του οικονομικού εφόρου επιδίδονται κατά τας περί επιδόσεων διατάξεις του Κωδικός Φορολογικής Δικονομίας". Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 41 του ν. 1642/86 περί Φ.Π.Α, προβλεπόταν η κοινοποίηση των πράξεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Δ., ενώ ήδη με τη διάταξη του άρθρου 51 του πρόσφατου Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 2859/2000) ορίζεται ότι η εν λόγω κοινοποίηση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
2.4. Όμως ειδικά σε ό,τι αφορά στις κοινοποιήσεις σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής επί των τελωνειακών διαφορών ακόμη και υπό το καθεστώς του Κ.Φ.Δ. εφαρμοζόταν (εξακολουθεί δε να εφαρμόζεται και σήμερα υπό την ισχύ του Κ.Δ.Δ.) η ουδέποτε καταργηθείσα ειδική διάταξη του άρθρου 99 § 5 εδ. τελευταίο του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918), όπου ρητώς ορίζεται ότι οι σχετικές κοινοποιήσεις γίνονται δια δημοσιεύσεως περιλήψεως της πράξεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (ad hoc ΣτΕ 3119/96, Δ.Φ.Ν. 1997 - 68).
2.5. Πάντως, ο ν. 2717/99 δεν περιέχει καμία πρόβλεψη σχετικά με τις επιδόσεις των πράξεων της φορολογικής αρχής, οπότε και μετά την ισχύ του εν λόγω Κώδικα οι επιδόσεις αυτές "εξακολουθούσαν ευλόγως να λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Δ.
Επακολούθησε όμως η διάταξη του άρθρου 5 § 19 του ν. 2753/99 (ΦΕΚ, με την οποία προβλέφθηκε ότι: " Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρονται διατάξεις του ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202 Α) εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του ν. 2717/1999 και σε περίπτωση που δεν υπάρχουν τέτοιες αντίστοιχες διατάξεις στο νόμο αυτόν, εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα κείμενα των διατάξεων του ν. 4125/1960".
Συνεπώς μετά την ισχύ της ως άνω διάταξης και σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις των πράξεων των φορολογικών αρχών, εφαρμογή έχουν μόνον οι "αντίστοιχες" προς τον Κ.Φ.Δ. (ν. 4125/1960) διατάξεις του Κ.Δ.Δ.
Κατά την ομόφωνη άποψη των εχόντων ψήφο μελών του Τμήματος, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας δεν περιλαμβάνει διάταξη αντίστοιχη προς εκείνη του άρθρου 64§2 του Κ.Φ.Δ., ήτοι δεν προνοεί για την τηρητέα διαδικασία κοινοποίησης των εγγράφων προς τα πρόσωπα άγνωστης διαμονής και συνεπώς, κατ? εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 5 §19 του ν. 2753/99, οι εν λόγω κοινοποιήσεις εξακολουθούν και μετά την ισχύ του Κ.Δ.Δ. να λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 64 § 2 του Κ.Φ.Δ., δηλαδή με επίδοση των σχετικών εγγράφων στο Δήμαρχο.
2.6. Κατά τη γνώμη όμως του εισηγητή Παρέδρου Θ. Ψυχογυιού, είναι πρόδηλο ότι, η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 5 §19, ορίζουσα ότι εφαρμόζονται οι "αντίστοιχες διατάξεις" του Κ.Δ.Δ., δεν εννοεί απαραίτητα ότι εφαρμοστέες τυγχάνουν μόνον οι διατάξεις του Κ-Δ.Δ., που περιλαμβάνουν πανομοιότυπες διαδικασίες με εκείνες, που προεβλέποντο στα πλαίσια του Κ.Φ.Δ., αλλά ευλόγως και εκείνες οι διατάξεις του Κ.Δ.Δ., που το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο καλύπτει πλήρως το ρυθμιστέο ζήτημα.
Τυγχάνει δε προφανές ότι οι ως άνω αναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 45 § § 3 και 4 του Κ.Δ.Δ. ρυθμίζουν πλέον κατ? αποκλειστικότητα τη διαδικασία επίδοσης προς τα πρόσωπα άγνωστης διαμονής και ως εκ τούτου αποτελούν τις "αντίστοιχες διατάξεις" τόσο του άρθρου 55 όσο και του άρθρου 64§2 του Κ.Φ.Δ., μολονότι δεν έχουν διαδικαστική ομοιότητα προς την τελευταία αυτή διάταξη ( βλ. Χατζητζανή, Φορολ. Δικονομία σελ. 208, ως προς τη σχέση των εν λόγω άρθρων του Κ.Φ.Δ.).
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την εν λόγω γνώμη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του άρθρου 45 §§ 3 και 4 Κ.Δ.Δ. τυγχάνουν πλέον αποκλειστικά εφαρμοστέες τόσο για τις κοινοποιήσεις των δικογράφων όσο και των πράξεων των φορολογικών αρχών σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής, δοθέντος ότι μετά την ισχύ του Κ.Δ.Δ. η διάταξη του άρθρου 64§2 του Κ.Φ.Δ. καταργήθηκε, σύμφωνα με την αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 285 Κ.Δ.Δ.
2.7. Η εφαρμογή πάντως των διατάξεων του άρθρου 45§§3 και 4 του Κ.Δ.Δ. δημιουργεί ορισμένα · ερωτήματα, τα οποία χρήζουν ερμηνευτικής αντιμετώπισης, λόγω της σιωπής των εν λόγω διατάξεων. Συγκεκριμένα:
Α. Με ποια διαδικασία θα λάβει χώρα η ως άνω κοινοποίηση.
Β. Σε ποια διεύθυνση θα επιδοθεί η πράξη, εάν στη δηλωθείσα διεύθυνση δεν
υφίσταται παντάπασι οίκημα ή κάποιος στεγασμένος χώρος. Και
Γ. Ποιο είναι το "οικείο" δικαστήριο, στη γραμματεία του οποίου θα γίνονται
οι επιδόσεις των πράξεων, όταν δεν υφίσταται καν δηλωθείσα διεύθυνση (άρθρο
45§4Κ.Δ.Δ.).
• Επί του πρώτου (υπό στοιχ. Α?) ερωτήματος διαπιστούται ότι η διάταξη του άρθρου 45§3 εδ. 2 δημιουργεί νομικό πλάσμα περί παραμονής του δηλώσαντος στην αρχικώς δηλωθείσα διεύθυνση ("ωσάν να μην είχε επέλθει η μεταβολής). Ως εκ τούτου είναι προφανές ότι εν προκειμένω η προσήκουσα λύση συνίσταται στη δια θυροκόλλησης κοινοποίηση του επιδοτέου εγγράφου (άρθρο 55 Κ.Δ.Δ.) στη διεύθυνση που έχει δηλωθεί προς τη φορολογική αρχή (βλ. και άρθρο 76 ν. 2238/94 ), του προς ον η επίδοση θεωρουμένου ως οιονεί απόντος. Εξυπακούεται ότι ο θυρωρός, ως κατά νόμο σύνοικος των ενοίκων της πολυκατοικίας (άρθρο 51 § 2 Κ.Δ.Δ.), δύναται και κατά την επίδοση του άρθρου 45§3 να παραλάβει νομίμως το επιδοτέο έγγραφο.
• Επί του δευτέρου (υπό στοιχ. Β?) ζητήματος παρατηρείται ότι υφίσταται πλήρης απουσία νομοθετικής αντιμετώπισης. Δεδομένου όμως ότι η κοινοποίηση του άρθρου 45 § 3 εδ. 2 Κ.Δ.Δ. γίνεται στη "διεύθυνση που είχε δηλωθεί", κάτι που ευλόγως προϋποθέτει την ύπαρξη επαγγελματικού χώρου ή συγκεκριμένης κατοικίας του προς ον η επίδοση, όπως η έννοια αυτής ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 50 § 2 του Κ.Δ.Δ., (ήτοι οικία, διαμέρισμα ή στεγασμένος χώρος, που προορίζεται για διημέρευση ή διανυκτέρευση), καθίσταται σαφές ότι η πλήρης έλλειψη αυτών εξομοιώνεται με την πλήρη έλλειψη δηλωθείσης διευθύνσεως. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει ερμηνευτικώς δεκτό ότι και στην εν λόγω περίπτωση η κοινοποίηση μπορεί να λάβει χώρα με ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 45§4 Κ.Δ.Δ., που αναφέρεται στη διαδικασία κοινοποίησης, στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται δηλωθείσα διεύθυνση, ήτοι με παράδοση του επιδοτέου εγγράφου στο γραμματέα του οικείου Δικαστηρίου.
• Τέλος, σχετικά με το τρίτο ( υπό στοιχ. Γ?) ζήτημα, είναι εύλογο ότι ως "οικείο" Δικαστήριο στη γραμματεία του οποίου πρέπει να γίνει η κοινοποίηση κατά το αναφερθέν άρθρο 45 § 4 Κ.Δ.Δ. πρέπει να θεωρηθεί το Δικαστήριο εκείνο, το οποίο τυγχάνει κατά τόπο και καθ? ύλην αρμόδιο να εκδικάσει το ένδικο βοήθημα, το οποίο δύναται να ασκηθεί κατά της επιδιδόμενης πράξης, ήτοι το Δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η εκδούσα την πράξη αρχή (άρθρ.7§1Κ.Δ.Δ.).
ΙΙ. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΠΡΟΣ ΑΣΚΗΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΕΠΙ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ.
Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα, με το οποίο ζητείται να διερευνηθεί, στα πλαίσια των διατάξεων του Κ.Δ.Δ., το πρόσωπο, το οποίο μετά την πτώχευση του οφειλέτη του Δημοσίου νομιμοποιείται σε άσκηση προσφυγής κατά των πράξεων των φορολογικών (ή τελωνειακών) αρχών, το Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε ως ακολούθως:
1. Παράθεση εφαρμοστέων διατάξεων.
`Αρθρον 2 α.ν. 635/37
"Ι. Από της πρωίας της ημέρας της επ? ακροατηρίω δημοσιεύσεως της αποφάσεως της κηρυττούσης την πτώχευσιν ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Εν τη πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η μετά την κήρυξιν της πτωχεύσεως αποκτώμενη υπό του πτωχεύσαντος περιουσία. 3. Οι τόκοι και οι περιοδικοί παροχαί, και εάν γεννώνται μετά την κήρυξιν της πτωχεύσεως εξ ενοχής προϋφισταμένης της κηρύξεως, θεωρούνται ως πτωχευτική περιουσία. 4. Από της εν εδαφίω 1 προθεσμίας είναι αυτοδικαίως άκυρος ως προς την ομάδα πάσα δικαιοπραξία γενομένη υπό του πτωχεύσαντος ή προς τον πτωχεύσαντα και αφορώσα την πτωχευτικήν περιουσίαν."
`Αρθρο 534 Εμπορικού Νόμου.
"Από της κηρύξεως της πτωχεύσεως πάσα κατά του πτωχεύσαντος αγωγή αφορώσα την κινητήν ή ακίνητον αυτού περιουσίαν, παν μέτρον εκτελέσεως, είτε επί των κινητών, είτε επί των ακινήτων αυτού, εξακολουθούν ή επιχειρούνται κατά μόνων των συνδίκων. Δύναται όμως το δικαστήριον να δεχθή κατά το δοκούν αυτώ την παρέμβασιν του πτωχεύσαντος".
`Αρθρο 26 Κ.Φ.Δ.
Ικανότητα πτωχού
"Ο πτωχός, κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, μπορεί να ασκήσει και ο ίδιος, ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προσφυγή και τα ένδικα μέσα που συγχωρούνται κατά της σχετικής απόφασης, καθώς επίσης και να παρασταθεί
σ? αυτά."
Τέλος από τις διατάξεις 24 § 1 και 64 § 1 του Κώδικα Διοικ. Δικονομίας ορίζονται τα εξής:
ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
`Αρθρο 24
Φυσικά πρόσωπα
"1. Ικανότητα να αποφασίζει για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων έχει το φυσικό πρόσωπο το οποίο : α) έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, ή β) έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, αλλά μόνο ως προς τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη ρύθμιση σχέσεων για τις οποίες θεωρείται ικανό".
ΠΡΟΣΦΥΓΗ
`Αρθρο 64
Ενεργητική νομιμοποίηση
"1. Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος : α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον, ή β) στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου".
2. Θέση της γνωμοδότησης.
2.1. Από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προκύπτει ότι το εν λόγω νομοθέτημα δεν περιλαμβάνει οιαδήποτε ρύθμιση απαγορεύουσα ή επιτρέπουσα στον πτωχεύσαντα να ασκεί επ? ονόματι του ένδικα βοηθήματα και μέσα και να παρίσταται σε αυτά, όπως προέβλεπε η αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 26 του Κ.Φ.Δ.
Ανατρέχοντες στην Εισηγητική Έκθεση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συγκεκριμένα υπό το αναφερθέν άρθρο 24, διαπιστώνουμε ότι οι προθέσεις του ιστορικού νομοθέτη έχουν καταγραφεί ως ακολούθως:
" Ως προς τη δικανική ικανότητα του πτωχού, η Επιτροπή δεν υιοθέτησε ρύθμιση αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 26 του Κ.Φ.Δ. Προκρίθηκε δε η εκδοχή να σιωπήσει συναφώς ο Κώδικας, ώστε να έχουν, ως προς τη δικανική ικανότητα του πτωχού, εφαρμογή οι οικείες ειδικές διατάξεις του άρθρου 534 του Εμπορικού Νόμου ".
2.2. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, που απαρτίστηκε από τον Αντ/δρο Ν.Σ.Κ. Χ. Τσεκούρα και από τους Νομικούς Συμβούλους Α. Τζεφεράκο, Β. Ασημακόπουλο, Σ. Παπαγεωργακόπουλο, Κ. Καποτά, Π. Κιούση και Ι. Σακελλαρίου, τυγχάνει σαφές ότι ο πτωχός, μετά την ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στερείται της δυνατότητας να ασκεί ένδικα βοηθήματα και μέσα ιδίω ονόματι, δεδομένου ότι εφαρμόζεται πλέον η αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 534 ΕμπΝ, δυνάμει της οποίας, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, μόνος νομιμοποιούμενος, τόσον ενεργητικώς όσο και παθητικώς, στις σχετικές δίκες τυγχάνει ο σύνδικος της πτωχεύσεως. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη σαφώς εκφρασθείσα βούληση του ιστορικού νομοθέτη στην αναφερθείσα αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 24 του Κώδικα.
Τυγχάνει βεβαίως αυτονόητο ότι ο σύνδικος νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή προς απόκρουση μόνο των πτωχευτικών και όχι των μεταπτωχευτικών απαιτήσεων, οι οποίες ικανοποιούνται αποκλειστικά από την κατ? άρθρο 2 § 2 α.ν. 635/37 κτωμένη μεταπτωχευτική περιουσία.
Πτωχευτικές δε θεωρούνται και οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους, δασμούς, πρόστιμα κλπ., για τις οποίες η σχετική φορολογική ενοχή γεννήθηκε πρίν από την ημερομηνία της πτώχευσης, ήτοι όταν συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη γένεση τους, ανεξάρτητα αν η σχετική πράξη καταλογισμού εκδόθηκε μετά την πτώχευση, και κατά μείζονα λόγο ανεξάρτητα εάν η οριστικοποίηση αυτής επήλθε μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως (βλ. Γνωμ. Ν.Υ.Δ. 307/89, 711/88, 772/88, πρβλ. Στε 2797/94, 3069/90, 1884-6/1990 (7μελούς), Α.Π. 911, 912/91, ΝοΒ 1993 σελ. 270, Α.Π. 1522/86, ΝοΒ 1987-1037, ΔΕφΑθ 2730/88. ΔιΔικ 1989 - 195. ολΝ.Σ.Κ. 574/94, Κοτσίρη Πτωχ. Δίκαιο έκδ. Ε? σελ. 249, Σταυρόπουλο Ερμην. Εμπορ. Δικαίου έκδ. Β? σελ. 555, αντίθ. ολ Ν.Υ.Δ. 171/90).
Εξυπακούεται πάντως ότι στην περίπτωση, που οι εργασίες της πτώχευσης έχουν παύσει, λόγω ελλείψεως ενεργητικού, τότε εξαιτίας της συνακόλουθης παύσης του λειτουργήματος του συνδίκου, μόνος νομιμοποιούμενος προς
διεξαγωγή των δικών σε κάθε περίπτωση τυγχάνει ο πτωχός (Α.Π. 535/98,) ΕΕμπΔ 1999 -127, ΕφΠειρ 1057/99, ΔΕΕ 2000 - 168, Κ. Ρόκας Εμπορ. Δικ. Έκδ. 12η, σελ. 283).
2.3. Κατά την άποψη της μειοψηφίας, που απαρτίστηκε από τους Νομικούς Συμβούλους θ. Αμπλιανίτη και Β. Κοντόλαιμο και από τον εισηγητή Πάρεδρο Θ. Ψυχογυιό (γνώμη), παρά τις ρητά καταγραφείσες προθέσεις του νομοθέτη του Κ.Δ.Δ., είναι πρόδηλο ότι η σιωπή αυτού ως προς τη ρύθμιση του θέματος δεν αρκεί άνευ άλλου για να θέσει εκποδών την ως άνω διάταξη του άρθρου 26 Κ.Φ.Δ., ενόψει και της ρύθμισης του παρατεθέντος άρθρου 285 § 1 Κ.Δ.Δ., κατά το οποίο καταργούνται μόνον οι διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα ρυθμιζόμενα από τον Κ.Δ.Δ.
Και τούτο διότι η ρηθείσα διάταξη του άρθρου 534 εδ. 1 ΕμπΝ, αναφερόμενη στην έλλειψη ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης του πτωχού εφ? όλων γενικώς των δικών, δεν αποτελεί ειδικότερη αλλά σαφώς γενικότερη διάταξη σε σχέση προς εκείνή του άρθρου 26 ΚΦΔ., η οποία, ως γνωστόν, εισάγει εξαίρεση στην ως άνω γενική ρύθμιση του άρθρου 534 εδ. 1 και δη μόνο σε ό,τι αφορά στις δίκες, που διεξάγοντα στα πλαίσια του Κ.Φ.Δ. (ad hoc ΣτΕ 707, 708/91, Χατζητζανής, Φορολ. Δικον. σελ.128,129).
Επομένως, κατά την άποψη της μειοψηφίας, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 26 Κ.Φ.Δ., ως προδήλως ειδικότερη, ελλείψει ετέρας σχετικής ρυθμίσεως του Κ.Δ.Δ., δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί, ερμηνευτικός, ως εκτοπισθείσα από τη γενικότερη ρύθμιση του άρθρου 534 εδ. 1 ΕμπΝ, ως αστόχως υπέλαβε ο νομοθέτης του Κ.Δ.Δ.
`Αλλωστε, κατά την κρατούσα στη νομολογία και θεωρία άποψη, η επερχόμενη κατ? άρθρο 2 § 1 του α.ν. 635/37 πτωχευτική απαλλοτρίωση ως και η διάταξη του άρθρου 534 εδ. 1 ΕμπΝ δεν επιφέρουν τη στέρηση της δικανικής ικανότητας του πτωχού, ως υπολαμβάνεται στην αναφερθείσα Εισηγητική Έκθεση, αλλά απλώς την έλλειψη της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης αυτού ως προς τη διεξαγωγή της δίκης (βλ. τη δυνατότητα αυτού προς παρέμβαση, κατά το δεύτερο εδάφιο του ρηθέντος άρθρου 534, επίσης βλ. Α.Π. 1529/99 ΔΕΕ 2000 - 290, Α.Π. 177/98 ΝοΒ 1999 - 58, Α.Π. 498/1997 Δ/νη 1998-126, Α.Π. 342/94, Α.Π. 2007/90, Ρόκα Πτωχ. Δίκ. Έκδ. 1211 § 33, Ράμμο Εγχειρ. Αστ. Δικον. Δικ. Σελ. 274, Μπέη Κατ" άρθρ. ερμην. Πολ. Δικον. Σελ. 332, Δεληκωστόπουλο - Σινανιώτη , Νομιμοποίησης §§15 επ., Stein-Jonas - Polhe § 51, σελ. 332, αντίθ. ΣτΕ 3728/89 επτ.).
2.4. Εξάλλου, κατά την ορθότερη άποψη, η από το άρθρο 2 § 1 του α.ν. 635/37 προβλεπόμενη αδυναμία του πτωχού να διοικεί την πτωχευτική περιουσία (πτωχευτική απαλλοτρίωση) δεν συνιστά στέρηση της δικαιοπρακτικής του ικανότητας (βλ. Ρόκα, Πτωχευτ. Δίκαιο έκδ. 12η σελ. 114, Κοτσίρη Πτωχ. Δίκαιο έκδ. 5η , σελ. 198).
Συνεπώς, ούτε από την προπαρατιθέμενη διάταξη του άρθρου 24§1 του Κ.Δ.Δ., που αναφέρεται στην έλλειψη δικανικής ικανότητας των προσώπων, που στερούνται, εν όλω ή εν μέρει, της δικαιοπρακτικής ικανότητας, μπορεί να συναχθεί έμμεσα η ύπαρξη νομοθετικής ρύθμισης, που καταργεί τη δικανική ικανότητα του πτωχού και συνακόλουθα τη διάταξη του άρθρου 26 Κ.Φ.Δ.
2.5. Επί πλέον, δύναται βασίμως να υποστηριχθεί ότι η τυχόν αποστέρηση του πτωχού από της ενεργητικής και παθητικής του νομιμοποίησης επί των σχετιζομένων με την πτωχευτική περιουσία δικών προσκρούει στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), αφού η διεξαγωγή της δίκης εκ μέρους του συνδίκου δεν διασφαλίζει κατά κανόνα τα συμφέροντα του υπ? αυτού εκπροσωπουμένου προσώπου τόσον αποτελεσματικά, όσον η παράσταση του εν λόγω προσώπου ιδίω ονόματι (πρβλ. ΣτΕ 2300/2000, Α.Π. 1290/98).
2.6. Κατά συνέπεια, κατά την άποψη της μειοψηφίας, ανεξαρτήτως του τι εσκοπήθη από το νομοθέτη του Κ.Δ.Δ., τυγχάνει βέβαιο ότι η ειρημένη απουσία νομοθετικής ρύθμισης επί του εξεταζόμενου ζητήματος στα πλαίσια του εν λόγω Κώδικα, σε συνδυασμό με την αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 285 § 1 του ιδίου Κώδικα, καθιστά πρόδηλο ότι η διάταξη του άρθρου 26 του Κ.Φ.Δ. ουδέποτε καταργήθηκε και ότι ως εκ τούτου και μετά την ισχύ του Κ.Δ.Δ. εξακολουθούν να ασκούνται ακώλυτος οι αναφερόμενες στη διάταξη αυτή δικονομικές δυνατότητες του πτωχού προς απόκρουση των καταλογισμών του φορολογικού και τελωνειακού δικαίου, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 20 § 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α..
2.7. Σημειώνεται δε εν προκειμένω ότι, σύμφωνα με τα παγίως νομολογηθέντα, ο σύνδικος δύναται, παράλληλα προς τον πτωχό, να ασκήσει προσφυγή κατά των ρηθέντων καταλογισμών, πλην όμως παραδεκτή τυγχάνει μόνον η πρώτη προσφυγή, ανεξάρτητα από ποιον έχει αυτή ασκηθεί (βλ. ΣτΕ 3728/89 επταμ., Δ.Φ.Ν. 1990 - 1040, ΣτΕ 707/91 κλπ.,) ως πρώτη δε προσφυγή νοείται η χρονικώς πρότερον ασκηθείσα (ΣτΕ 3728/89).
ΠΙ. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΠΡΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ.
Τέλος, ως προς το ερώτημα εν σχέσει με το πρόσωπο, που δύναται να υποβάλει νομίμως πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς, (ήτοι πρόταση για τον αποκαλούμενο διοικητικό συμβιβασμό, που προβλέπεται από τις επί μέρους διατάξεις των φορολογικών νόμων αλλά και για τον δικαστικό συμβιβασμό, περί του οποίου προνοεί η διάταξη του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/66, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 285§ 2 περ. στ? του Κ.Δ.Δ.), το Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε ως ακολούθως:
1. Παράθεση εφαρμοστέων διατάσεων.
Από τις διατάξεις του άρθρου 70§§ 1,2, και 3 του ν. 2238/94 () προβλέπονται τα εξής:
`Αρθρο 70
1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητα του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. 2. Η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται, προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομιά, από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί πλειόνων από τον ένα από αυτούς ή για δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένο ή υπό δικαστική αντίληψη από τον επίτροπο ή τον αντιλήπτορα, κατά περίπτωση, και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του. Τα πρόσωπα, που, κατά το προηγούμενο εδάφιο, προτείνουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη που ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού. 3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Αυτός που υποβάλλει την αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει μέσα στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησης του και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του.
Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 1§1 του ν.δ. 4600/66, ως ισχύει, ορίζεται ότι:
"1. Δικαστικός συμβιβασμός κατά το παρόν νομοθετικό διάταγμα είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς.
2. Θέση της γνωμοδότησης.
2.1. Κατά την άποψη της αναφερθείσης ως άνω πλειοψηφίας των μελών του Τμήματος, το γεγονός ότι, κατά την ήδη υπ? αυτής υποστηριχθείσα άποψη, ο πτωχός, μετά την ισχύ του Κώδικα Διοικ. Δικονομίας, δεν κέκτηται τη νομιμοποίηση προς άσκηση προσφυγής ιδίω ονόματι κατά των εκδιδομένων και αφορωσών την πτωχευτική περιουσία καταλογιστικών πράξεων, οδηγεί και στην αυτονόητη παραδοχή ότι ο πτωχός δεν έχει τη δυνατότητα προς υποβολή πρότασης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς (βλ. συναφώς το άρθρο 70§3 ν. 2238/94 ), τούτου άλλωστε ρητώς οριζομένου στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 70 § 2 εδ. 1 του ιδίου νόμου.
2.2. Κατά την άποψη της μειοψηφίας των ιδίων ως άνω αναφερομένων μελών του Τμήματος τυγχάνει γνωστό ότι, στα πλαίσια της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης και της αναφερθείσης διάταξης του άρθρου 2 § 4 του α.ν. 635/37, ο πτωχός στερείται της δυνατότητας να συμβιβάζεται μεμονωμένα με τους πτωχευτικούς πιστωτές ή να προβαίνει σε αναγνώριση πτωχευτικών απαιτήσεων και εν γένει να προβαίνει σε διάθεση αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, με την έννοια ότι οι εν λόγω δικαιοπραξίες τυγχάνουν αυτοδικαίως άκυρες ως προς την ομάδα των πτωχευτικών πιστωτών (Ρόκας, ό.π σελ. 127 επ.).
Εξάλλου, γίνεται παγίως δεκτό ότι, στα πλαίσια της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί φορολογικών διαφορών, δεν επιδιώκεται η επίτευξη "συμβιβασμού" με την αστική έννοια του όρου, αλλά η ολική ή μερική ακύρωση της αρχικής πράξης εκ μέρους της εκδούσης αυτήν φορολογικής αρχής με την έκδοση νέας καταλογιστικής πράξης ( βλ. ΣτΕ 3225/92, 2025/91 κλπ.).
Παρά ταύτα, αν εξαιρεθεί η περίπτωση, κατά την οποία η διοικητική επίλυση οδήγησε σε πλήρη ακύρωση της καταλογιστικής πράξης, κατά τα λοιπά με τη διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς, κατ? αποτέλεσμα, επέρχεται (μερική) αναγνώριση των πτωχευτικών απαιτήσεων του Δημοσίου, στα πλαίσια αμοιβαίων υποχωρήσεων των μερών.
Ως εκ τούτου, εκ πρώτης όψεως, δημιουργείται η εντύπωση ότι, ενόψει της εν λόγω παραδοχής, συντρέχει αδυναμία του πτωχού να προβεί σε ιδίω ονόματι υποβολή πρότασης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Όμως το γεγονός ότι ο πτωχός, παρά την επελθούσα πτωχευτική απαλλοτρίωση, εξακολουθεί να νομιμοποιείται, κατά τα ήδη αναπτυχθέντα (άρθρο 26 Κ.Φ.Δ.), στις σχετικές δίκες στα πλαίσια των φορολογικών διαφορών, δυνάμενος να ασκεί ένδικα βοηθήματα και μέσα ιδίω ονόματι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός διατηρεί συνακόλουθα και τη δυνατότητα να προβαίνει σε διάθεση του αντικειμένου της εκκρεμούς δίκης, παραιτούμενος εν όλω ή εν μέρει από την προσφυγή του ή από το ένδικο μέσο.
2.3. Επομένως, κατά την άποψη της μειοψηφίας, η δυνατότητα του πτωχού να υποβάλει πρόταση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ιδίω ονόματι, προκειμένου να επιτύχει αυτός τη μερική ή ολική ακύρωση της καταλογιστικής πράξης, θα πρέπει να θεωρηθεί επιτρεπτή, δεδομένου ότι αυτή τυγχάνει συμβατή με την παρασχεθείσα προς τον πτωχό ευχέρεια να διαθέτει το αντικείμενο της φορολογικής δίκης. Εξυπακούεται βέβαια ότι στις περιπτώσεις, που ο πτωχός παραλείψει την άσκηση προσφυγής ή ασκήσει προσφυγή χρονικώς επόμενη της προσφυγής του συνδίκου, τότε μόνος νομιμοποιούμενος προς υποβολή πρότασης για διοικητική επίλυση της διαφοράς τυγχάνει ο σύνδικος, είναι δε προφανές ότι τις περιπτώσεις αυτές είχε κατά νουν ο νομοθέτης, όταν όριζε στη διάταξη του άρθρου 70 § 2 εδ. 1 του ν. 2238/94 () ότι, για τον πτωχεύσαντα, η πρόταση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς υποβάλλεται από τον σύνδικο. Εξάλλου, σε περίπτωση, που υποβληθούν από τον πτωχό και τον σύνδικο ιδιαίτερες αιτήσεις διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ( άρθρο 70§3 ν. 2238/94 ), ήτοι πριν από την άσκηση προσφυγής εκ μέρους των, τότε θα εξετασθεί μόνον η χρονικώς πρότερον υποβληθείσα αίτηση, το αυτό δε θα συμβεί και όταν ο ένας εξ αυτών υποβάλει ιδιαίτερη αίτηση διοικητικής επίλυσης, ενώ ο έτερος υποβάλει την αίτηση στα πλαίσια της προσφυγής.
Συνεπώς επί των τεθέντων ερωτημάτων το Ν.Σ.Κ γνωμοδότησε:
α) Ομόφωνα μεν ότι οι κοινοποιήσεις των πράξεων των φορολογικών αρχών σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής πρέπει να πραγματοποιούνται αποκλειστικά κατά τη διάταξη του άρθρου 64§2 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας,
β) Κατά πλειοψηφία δε ότι ο πτωχός δεν νομιμοποιείται σε άσκηση προσφυγής ιδίω ονόματι, δοθέντος ότι μετά την ισχύ του Κ.Δ.Δ. το άρθρο 26 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας έχει καταργηθεί και
γ) Επίσης κατά πλειοψηφία ότι ο πτωχός δεν νομιμοποιείται να προβεί ιδίω ονόματι σε υποβολή πρότασης προς διοικητική επίλυση της διαφοράς.